Δεν πρέπει να δώσουμε λάθος μάχη. Μετατρέποντας τον αγώνα κατά του φασισμού σε ειδικευμένο τομέα, είναι σαν να ξεχνάμε ότι αγωνιζόμαστε για μια νέα κοινωνία και ότι η αυτοάμυνά μας αφορά το σύνολο του καταπιεστικού συστήματος. Είναι προφανές πως ο φασισμός αποτελεί μια διόλου αμελητέα απειλή για το πρόταγμα της χειραφέτησής μας. Ωστόσο, όπως και ο ισλαμισμός στις αραβικές χώρες, ο φασισμός δεν είναι σε θέση να βελτιώσει την κοινωνική κατάσταση ούτε να λύσει τα προβλήματα της ποιότητας της ζωής και του περιβάλλοντος, κάτι που επιζητά η πλειονότητα των ανθρώπων. Ο φασισμός και ο λαϊκισμός φέρνουν μόνο το χάος, την αυτοκαταστροφή, τη βαρβαρότητα. Εμείς, είμαστε η φωνή μιας κοινωνίας ανθρώπινης και αλληλέγγυας.
Δεν είναι αλήθεια ότι οι συνθήκες που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι συγκρίσιμες με εκείνες της Γερμανίας το 1932. Η αιτία της φοβερής και απεχθούς στροφής των γερμανικών μαζών στον ναζισμό δεν έγκειται στη διαφθορά και τη δειλία του κομμουνιστικού κόμματος και των σοσιαλδημοκρατών, ή ακόμη στον τρόμο που οργανώθηκε στρατιωτικά από τα τάγματα εφόδου του εθνικοσοσιαλισμού. Αυτό που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο είναι η υπόσχεση για κοινωνική πρόοδο, μια υπόσχεση που ο Χίτλερ προσπάθησε να τηρήσει λαμβάνοντας μέτρα ικανά να δελεάσουν τις εργατικές μάζες: αύξηση των μισθών, αυτοκίνητο για όλους (Volkswagen), βοήθεια στα νέα νοικοκυριά, επιδόματα αδειών και διακοπών για τους εργάτες, μείωση της ανεργίας προς όφελος μεγάλων έργων, όπως για παράδειγμα οι αυτοκινητόδρομοι, για να μην αναφέρουμε τη βιομηχανία όπλων… Πείτε μου ποιο φασιστικό, νεοναζιστικό, εθνικιστικό, λαϊκιστικό, ή θρησκευτικό κόμμα διαθέτει σήμερα τα ελάχιστα έστω μέσα για να βελτιώσει την κοινωνική κατάσταση που επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα;
Γεμίζοντας το πιάτο του προλεταριάτου, ο Χίτλερ δεν είχε καμία δυσκολία να αποκρύψει σε ποια καταστροφή, ποιον αφανισμό θα οδηγούσε αναπόφευκτα η πολιτική του. Οι θιασώτες και οι μιμητές του, προκειμένου να οικειοποιηθούν μια εξουσία εξευτελιστικής χειραγώγησης, δεν έχουν να προτείνουν τίποτα παραπάνω από μια κατάσταση ακόμη πιο χαοτική και απελπιστική. Το μόνο που επιδεικνύουν είναι οι νέες μορφές πογκρόμ, το ανθρωποκυνηγητό των ξένων, η δειλή εκτόνωση των αδύναμων εναντίον των ασθενέστερων. Αντλώντας τη δύναμή τους από το μίσος και τον αποκλεισμό, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να επικυρώνουν αυτήν την πολιτική καταστροφής της ζωής με σκοπό το κέρδος, δηλαδή το πρόγραμμα των πολυεθνικών και των κρατών που υποκλίνονται δουλικά στις προσταγές τους.
Το δικό μας πεδίο είναι αυτό της ζωής που χειραφετείται από την εμπορευματική καταπίεση. Αυτό το πεδίο είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε ενάντια στις πολυεθνικές, ενάντια στις επιθέσεις των αστυνομιών και των μαφιών τους. Υπάρχει ο κίνδυνος να απομακρυνθούμε από τους πραγματικούς μας στόχους, εστιάζοντας στον αγώνα κατά του φασισμού και, γενικότερα, να υποπέσουμε στις παλιές ιδεολογικές διαμάχες που αποτελούν το λίπασμα των σεχταρισμών.
Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο σε ανώφελες ομφαλοσκοπήσεις, τόσο συχνές στους αναρχικούς κύκλους, για να μάθουμε ποιος είναι μαζί μας και ποιος εναντίον μας. Το μοναδικό κριτήριο είναι η πρακτική στο πεδίο, εκεί όπου όλες οι συζητήσεις έχουν ένα νόημα: την κοινή σωτηρία μας. Και υπάρχουν πολλά να κάνουμε, από την Τσιάπας έως τη Χαλκιδική, περνώντας από την Τανζανία (όπου οι Μασάι εκτοπίζονται για να δημιουργηθεί μια προστατευόμενη περιοχή κυνηγιού προς χρήση των πλούσιων εκμεταλλευτών), τη Νοτρ-Νταμ-ντε-Λαντ [όπου ντόπιοι και μη έχουν καταλάβει μια δασική περιοχή στην οποία το γαλλικό κράτος και μία από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες στον κόσμο, η Vinci, θέλουν να κατασκευάσουν ένα τεράστιο διεθνές αεροδρόμιο], τη μάχη ενάντια στη ρύπανση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο από σχιστόλιθο. Εκεί είναι που το παρόν μας σκιαγραφεί το μέλλον που θέλουμε να οικοδομήσουμε.
Όταν ο Μπορντίγκα λέει ότι ο αντιφασισμός είναι το χειρότερο προϊόν του φασισμού, προειδοποιεί -όπως είχε κάνει ήδη ο Ζορζ Μπατάιγ το 1935- για τον κίνδυνο να καταστεί ένας αγώνας σε κλειστό πεδίο, μια μάχη ειδικών, ένας πόλεμος όπου πρωτίστως πρέπει να συντριβεί ο αντίπαλος.
Η καταπολέμηση της φτωχοποίησης, είτε συνθλίβει Έλληνες είτε Πακιστανούς πολίτες, είναι αγώνας για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο καταπιεσμένος δεν ενδιαφέρεται για τις εθνικές, πολιτικές ή θρησκευτικές ετικέτες, του αρκεί να είναι ανθρώπινος και να γνωρίζει ότι τίποτε το ανθρώπινο δεν είναι ξένο προς αυτόν. Το έδαφος όπου μαίνεται ο αγώνας της ζωής ενάντια στον ολοκληρωτισμό της αγοράς, αυτό είναι που κινητοποιεί τη δημιουργικότητα και την αποφασιστικότητά μας. Είναι καιρός η συνείδηση της ζωής, του ανθρώπινου όντος και του πε- ριβάλλοντός του, να επιβεβαιώσει την υπεροχή της επί της ιδεολογίας και των διενέξεων των διανοουμένων γι” αυτήν.
Σ” έναν σημαντικό αριθμό χωρών επικρατεί ένας λαϊκισμός που περιλαμβάνει μια νεοναζιστική φράξια. Όσον αφορά την Ελλάδα, βρίσκεται αντιμέτωπη μ” έναν νεοναζισμό που έχει ενδυθεί τα κουρέλια του λαϊκισμού. Στηρίζεται σ” ένα πελατειακό σύστημα, μια αγορά της φιλανθρωπίας που βρωμάει περιφρόνηση για τον άνθρωπο. Η πολιτική της φιλανθρωπίας δεν αποτελεί λύση. Πρέπει να είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε ζώνες μη εμπορευματικής διαβίωσης, όπου οι άνθρωποι θα ανακαλύπτουν ότι έχουν τα μέσα να εγκαθιδρύσουν καλύτερες συνθήκες ζωής.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η εθνικιστική βλακεία είναι στο σημείο να μετατρέψει την «Ελλάδα über alles» σε στρατόπεδο εξόντωσης. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε κάθε απειλή που κλονίζει τη θέλησή μας να δημιουργήσουμε ελεύθερες περιοχές, χειραφετημένες από τον ολοκληρωτισμό της οικονομίας της αγοράς.
Δεν μπορούμε να συμμετέχουμε σ” έναν αγώνα κατά του φασισμού ο οποίος θα απολαμβάνει τη συμπάθεια ενός μεγάλου μέρους της αστυνομίας και του στρατού. Αλλά μπορούμε να διατρανώσουμε την άρνησή μας να επιστρέψουμε σ” ένα καθεστώς συνταγματαρχών και να διακηρύξουμε ως «λάιτ-μοτίβ» το «Όχι στη δικτατορία», ένα σύνθημα του οποίου ο διεθνής χαρακτήρας τροφοδοτεί παντού τις εξεγέρσεις. Ποτέ πια συνταγματάρχες, ποτέ πια ναζισμός, ποτέ πια δικτατορία. Όμως, αν ο αγώνας για την κοινωνική πρόοδο δεν καταστεί προτεραιότητα, τότε όλα τα συνθήματα του κόσμου δεν πρόκειται να αποτρέψουν τον πόλεμο όλων εναντίον όλων και τις φρικαλεότητές του.
Η ειρηνική και μαζική κινητοποίηση ενάντια στις δυνάμεις καταστολής έχει αποτρεπτική δύναμη. Ακόμα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη:
α) τη χρησιμότητα και τα όρια των μαζικών διαδηλώσεων. Καταδεικνύουν την άρνηση της υποταγής, αλλά είναι μια μορφή αντίστασης που τελικά τείνει στην παραίτηση αν δεν αποβαίνει στη δημιουργία νέων κοινωνικών σχέσεων. Η κρατική και συνδικαλιστική εξουσία βασίζεται στην κόπωση μιας επαναλαμβανόμενης οργής που δεν οδηγεί σε ουσιαστικές αλλαγές.
β) τη σημασία του κοινωνικού πεδίου, όπου μπορούμε να αγωνιστούμε αναπτύσσοντας την αλληλεγγύη, μια αλληλεγγύη που θεμελιώνεται στον άνθρωπο και όχι στην ένταξη σ” ένα κόμμα, μια εθνικότητα, μια θρησκευτική ομάδα. Οι συλλογικότητες αλληλεγγύης είναι η καλύτερη απάντηση σ” εκείνους που εγκαθιστούν μια αγορά φιλανθρωπίας όπου η ελεημοσύνη παράγει δούλους.
γ) το ζήτημα του έκτακτης ανάγκης. Όποιος δέχεται επίθεση έχει το δικαίωμα να επωφεληθεί τάχιστα από μια συλλογική παρέμβαση. Ο πεινασμένος ή ο εξαθλιωμένος χρειάζεται άμεση στήριξη. Ωστόσο, υπάρχουν έκτακτες ανάγκες που προκύπτουν από μια συναισθηματική αντίδραση η οποία προκαλεί τη λήψη απερίσκεπτων και συχνά ανεπαρκών αποφάσεων. Ας αψηφήσουμε επίσης τον εκβιασμό του επείγοντος που χρησιμοποιούν ανενδοίαστα οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες (του τύπου «για να σώσουμε τις θέσεις εργασίας, πρέπει να μειώσουμε τους μισθούς», «για να σωθεί η χώρα, πρέπει να εφαρμόσουμε ένα σχέδιο λιτότητας»). Αλλά και επιχειρήματα του είδους: «για να ξεριζώσουμε τον φασισμό, πρέπει να πάρουμε τα όπλα», κ.λπ.
δ) Στην πραγματικότητα, πρέπει να μάθουμε να προετοιμάζουμε το μακροπρόθεσμο και να αντλούμε διδάγματα για το βραχυπρόθεσμο. Επιπλέον, πρέπει να ενεργούμε πάντοτε σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο. Να μάθουμε με λίγα λόγια να σπεύδουμε βραδέως.
Να μη λαθέψουμε ως προς τη βία
Υπάρχει μεγάλη απελπισία στις οδομαχίες, και η απελπισία είναι πάντοτε ένα όπλο στα χέρια της τυραννίας. Το θέμα δεν είναι να αντιτάξουμε μάταιες ελπίδες, αλλά να αποκτήσει διεθνές ακροατήριο κάθε νέα μορφή αυθόρμητης κοινωνικής οργάνωσης, σε ρήξη με τον κόσμο του εμπορεύματος, του χρηματοοικονομικού ολοκληρωτισμού και της εξουσίας. Σ” αυτό το έδαφος, σ” αυτή τη βάση είναι κρίσιμο να βρεθούμε για να δράσουμε με τα δικά μας μέσα προς όφελος των δυνάμεων της ζωής οι οποίες, παρά τον σκοταδισμό που τις καλύπτει, αναπτύσσονται στην Ελλάδα και παντού.
Η ιστορία των αντάρτικων μας έχει ωστόσο δείξει με επάρκεια ότι αυτοί που περιορίζονται να πολεμούν απλώς τους μπάτσους και τους στρατιώτες, πολύ γρήγορα συμπεριφέρονται ως μπάτσοι και στρατιώτες στον δικό τους χώρο. Ένας λόγος παραπάνω για να αποφύγουμε τα ολισθήματα και να διευκρινίζουμε ολοένα και καλύτερα ποιο παρόν θέλουμε και πιο παρελθόν δεν θέλουμε.
Το πιο θλιβερό στη δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών δεν είναι ότι συχνά αφέθηκαν να χειραγωγηθούν από την αστυνομία, αλλά η τάση αυτοκαταστροφής που καλλιεργούσαν. Γιατί, ακριβώς μέσα στην απελπισία του αγώνα τους, αυτή η περιφρόνηση για τη ζωή ήταν κοινή με τις δυνάμεις καταστολής και εκμετάλλευσης· και αυτή η «ταύτιση προθέσεων» τους έφερνε σε επικίνδυνο βαθμό κοντά στον εχθρό που ισχυρίζονταν ότι αντιμάχονταν.
Ας αψηφήσουμε τη βία της εκτόνωσης. Η εξέγερση που «αυτοϊκανο- ποιείται» σπάζοντας τα σύμβολα της εμπορευματικής τάξης είναι από πολλές απόψεις μια καταναλωτική εκδοχή της επανάστασης.
Δεν είναι επιθυμητό ο αγώνας κατά του λαϊκισμού και του νεοναζισμού να αποτελεί αντικείμενο ειδικής ενασχόλησης. Είναι μια μάχη που δεν πρέπει να διεξάγεται σε συνάρτηση με τον εχθρό, αλλά στο γενικό πλαίσιο του σχεδίου μας για την αυτοδιεύθυνση, την άμεση δημοκρατία, τα απελευθερωμένα από την καταπίεση της αγοράς εδάφη.
Ο καλύτερος τρόπος για να καταπολεμήσουμε τον εχθρό και να καταστρέψουμε ένα καταπιεστικό σύστημα δεν είναι να αυτοκαταστραφού- με καταστρέφοντάς το, ούτε να θυσιαστούμε για να το αφανίσουμε. Είναι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που βελτιώνουν την καθημερινή ζωή των συλλογικοτήτων και των ατόμων που τις σχηματίζουν, να ευνοήσουμε παντού το πάθος και τη χαριστικότητα του ζωντανού που δεν έχει την ανάγκη ούτε να πληρώνεται ούτε να πληρώνει. Έχουμε ζήσει σε μια λογική καταστροφικής βίας. Θα μάθουμε, αναπτύσσοντας τις ανθρώπινες ικανότητές μας, ότι υπάρχει μια βία της δημιουργίας, μια ακαταμάχητη παρόρμηση του ζωντανού που έχει την ικανότητα να σπάει τις αλυσίδες που το παρεμποδίζουν.
Η αληθινή ταυτότητα, η μοναδική ταυτότητα, είναι η πλευρά της ανθρωπότητας, της δημιουργικής ζωής που έχουμε μέσα μας και εναπόκειται στη συνειδητοποίησή μας να την ενισχύσουμε, να την αναπτύξουμε, να την εκλεπτύνουμε.
Πρέπει να είμαστε πολύ σαφείς σ” αυτό το σημείο: Θέλουμε να επιτεθούμε στο σύστημα, όχι στους ανθρώπους. Αν καθιερώσουμε τη δωρεάν χρήση της γης, του νερού, του αέρα, των φυτών, των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, των δημόσιων μεταφορών, έχουμε όλες τις πιθανότητες να προκαλέσουμε ένα πλειοψηφικό κίνημα συμπάθειας. Εξάλλου, αποκλείοντας τη βία κατά των ανθρώπων, δεν αποκλείουμε τη βία κατά των μηχανών. Μπορούμε άμεσα να θέσουμε εκτός λειτουργίας αυτές που απαιτούν αντίτιμο (όπως οι αυτοκινητόδρομοι, οι θέσεις στάθμευσης, οι δημόσιες μεταφορές). Ή ακόμη, τις μηχανές με τις οποίες οι εκμεταλλευτές οργανώνουν τη λεηλασία και την καταστροφή ενός τοπίου, μιας περιοχής.
Σε κάθε εξέγερση εκδηλώνεται η βία της εκτόνωσης. Ανακουφίζει την αγανάκτηση και το μίσος που έχουν συσσωρευθεί αλλά δεν δημιουργεί τίποτα, αντίθετα, ανανεώνει τον κύκλο της απώθησης και της εκτόνωσης τον οποίο η εξουσία συνηθίζει να χειραγωγεί, βασιζόμενη στον κορεσμό μιας επιθετικότητας (την οποία αναμένει και, επιπλέον, συντηρεί) που είναι προορισμένη να εξαντληθεί αν δεν φέρει σε πέρας μια κοινωνική αλλαγή.
Στους αγωνιστές: δεν θα νικήσετε όσο μοιάζετε στον εχθρό που αντιμάχεστε. Η βούλησή του να επιτύχει και να επιβάλει την εξουσία του δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ήττα τού είναι προς όφελος του έχειν.
Πρέπει να αποβάλουμε τη συνήθεια να ανάβουμε φωτιά σ” ένα σπίτι που φλέγεται από παντού. Θέλουμε να βγούμε και να οικοδομήσουμε καινούργια σπίτια όπου δεν θα φοβόμαστε πια το θάνατο. Όμως, πολλοί απελπίζονται τόσο από τη ζωή, που προτιμούν να πεθάνουν στα ερείπια, αφανισμένοι από την καταστροφική φωτιά, καθώς έχει εκλείψει εντός τους αυτή η πύρινη ζωή που αναδημιουργείται αέναα και αφήνει το θάνατο που ορθώνεται μπροστά της να καεί.
Να προβλέψουμε, συνδέοντάς τις, δύο μορφές επέμβασης όσον αφορά την αυτοάμυνα: δράση επείγουσα και δράση αβίαστη. Στην περίπτωση των κτιρίων που έχουν καταληφθεί από αναρχικούς και δέχονται επίθεση από κοινές δυνάμεις αστυνομικών και νεοναζί: επιχείρηση απαγκίστρωσης και ανακατάληψη απελευθερωμένων ζωνών.
Η ζωή δεν μπαίνει στη διαλεκτική της νίκης και της ήττας, είναι μια εμπειρία που καλείται να ανανεώνεται αδιάκοπα.
Δεν έχω κάποιο μάθημα να δώσω. Θα ήθελα μόνο να υπενθυμίσω σε όλους όσοι εμπνέονται παντού από τη μεγάλη πνοή της ελευθερίας ότι πολύ συχνά περιφρονούν τη δική τους δημιουργική δύναμη. Ο φόβος, η παραίτηση, η μοιρολατρία, η εθελούσια δουλεία που επισκιάζουν τη συνείδηση τούς έχουν αφοπλίσει. Η απελπισία τούς έχει στερήσει την αυτοεκτίμηση, εμποδίζοντάς τους να αναγνωρίσουν την πραγματική αξία των ικανοτήτων τους. Σ” αυτούς, θέλω μόνο να πω: Ναι, είναι δυνατό να τελειώσουμε με τη διεφθαρμένη δημοκρατία εγκαθιδρύοντας μια άμεση δημοκρατία. Ναι, είναι δυνατό να αναπτύξουμε την εμπειρία των ζαπατιστικών κοινοτήτων και των ισπανικών ελευθεριακών συλλογικοτήτων του 1936 και να υλοποιήσουμε μια γενικευμένη αυτοδιεύθυνση. Ναι, είναι δυνατό να αναδημιουργήσουμε την αφθονία και τη χαριστικότητα με την άρνησή μας να πληρώνουμε και την απαλλαγή μας από το χρήμα. Ναι, είναι δυνατό να εξαλείψουμε την επιχειρηματοκρατία πραγματώνοντας κατά λέξη την προτροπή «Να αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι τις τύχες μας», χωρίς να καταφύγουμε ούτε στο κράτος ούτε σε οποιαδήποτε αρπακτική εξουσία. Αν δεν βγούμε από την οικονομική πραγματικότητα οικοδομώντας μια ανθρώπινη, θα επιτρέψουμε για άλλη μια φορά στην αγριότητα της αγοράς να μαίνεται και να διαιωνίζεται.
Οκτώβριος 2013
Πηγή : eagainst.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου