* αντικαπιταλιστική επαναστατική σελίδα * ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ ! * ΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΝ ΔΕΝ ΓΙΝΕΙ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ * ΟΙ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΧΑΣΟΥΝ ΤΙΠΟΤΑ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ ΤΟΥΣ * Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ * Για επικοινωνία : thanasis.ane@gmail.com

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Χρόνης Μίσσιος

Ο συγγραφέας των αφηγημάτων Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς και Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε; Χρόνης Μίσσιος άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί της Τρίτης 20 Νοεμβρίου 2012, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 82 ετών.

Γεννημένος στην Καβάλα το 1930, μετακόμισε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία έξι ετών, λόγω πολιτικών διώξεων. Οργανώθηκε νωρίς στην Αριστερά και στην περίοδο της Κατοχής πήρε μέρος στην Αντίσταση. Το 1947 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο και ακολούθως βρέθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μέχρι το 1962.



Με την απελευθέρωσή του οργανώθηκε στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, στην οποία υπήρξε στέλεχος. Συνιδρυτής του ΠΑΜ μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967, συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το 1973.


Το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο που εξέδωσε ήταν το αφήγημα Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (1985). Ακολούθησε το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε; (1988) και τα μυθιστορήματα Τα κεραμίδια στάζουν (1991), Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι (1996), Ντομάτα με γεύση μπανάνας (2001).

Οι έξυπνοι διάλογοι, το χιούμορ, η ζωηρή αφήγηση και ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των κειμένων του, στα οποία αποτυπώνεται η μεταπολεμική και μεταπολιτευτική καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, σε ένα κλίμα γλυκόπικρου νατουραλισμού, τον κατέστησαν δημοφιλή συγγραφέα στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Τα τελευταία χρόνια ζούσε ως «κοσμοκαλόγερος» στο Καπανδρίτι.


Αποσπάσματα από συνέντευξη:

«..Πιστεύαμε, κάποιοι ρομαντικοί, τότε ότι μπορούσαμε να φτιάξουμε κάτι όμορφο, κάτι ιδιαίτερο, αλλά όπως έχει πει ο Δαντών: «τα βήματα της ανθρωπότητας είναι οι ταφόπλακες των ρομαντικών». Ήμαστε, θαρρώ, η τελευταία γενιά των Μοϊκανών, των ρομαντικών. Είχαμε έναν μύθο, πιστεύαμε μια ιδεολογία, για αυτή θυσιάζαμε και τη ζωή μας ακόμα. Για μια καλύτερη ανθρωπότητα, για μια ομορφότερη κοινωνία, όλα τα γνωστά. Ε! αποδείχτηκε ότι το όραμα της ιδανικής κοινωνίας που παλεύαμε δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί, διότι η συνείδηση των ανθρώπων, κι όταν λέω συνείδηση εννοώ παιδεία, βαθιά παιδεία, δεν ήταν στο επίπεδο του πολιτισμού που έπρεπε να δημιουργήσει. Έτσι ξανακαβάλησε η εξουσία και με όλα τα προσχήματα, νόμιμα, ή παράνομα εγκαθίδρυσε ένα καινούργιο καθεστώς, χειρότερο από εκείνο που προϋπήρχε. Αυτό σε παγκόσμιο επίπεδο. Από την Οκτωβριανή επανάσταση, το Βιετναμ, την Κούβα, παντού…»



«…Οι μόνοι από τους επαναστάτες οραματιστές που διέσωσαν την αθωότητα τους είναι εκείνοι που σκοτώθηκαν νωρίς. Από τον Χριστό, τον Γκεβάρα, τον Βελουχιώτη, τον Μπελογιάννη, και τόσους άλλους...»

«…Μετά τον εμφύλιο η δεξιά κράτησε όλους τους νόμους. Τον 509, το τρίτο ψήφισμα και πίεζε έως εξοντώσεως την αριστερά. Ανεξάρτητη δικαιοσύνη και κολοκύθια στο πάτερο. Άσε τις καταδίκες μου στα στρατοδικεία. Στις εξορίες όμως, μας στέλνανε αφού περνούσαμε -υποτίθεται, διότι δεν μας πήγαιναν ποτέ- από επιτροπές εφετών. Εκεί λοιπόν έγραφαν: «επί εν εισέτι έτος διότι κρίνεται επικίνδυνος δια την δημοσίαν τάξιν». Οι επιτροπές αυτές αποτελούνταν από δικαστές, όχι από στρατοδίκες. Πως στέλνεις ρε μαλάκα έναν άνθρωπο στην εξορία που ούτε καν τον γνωρίζεις; Κάθε χρόνο; Επί δέκα συνεχή χρόνια; Χωρίς να τον έχεις συναντήσει, να τον έχεις συζητήσει ούτε μια φορά;…»

«…Όταν επέστρεψα από ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, το '64, αφού είχα πάρει με χίλια ζόρια διαβατήριο, με ρώτησε η Ρηνιώ, πως είναι τα πράγματα. Ήμουν απογοητευμένος με αυτά που είχα αντικρίσει και της είπα. «Άσε, αλλά εμείς που ήμαστε Μεσογειακός λαός, θα σενιάρουμε έναν κομουνισμό, άλλο πράγμα.» Δεν τα πίστευα, αλλά τι να κάνω, τι να πω; Που να πάω; Το κόμμα και η πάλη μου για τον κομμουνισμό ήταν η ζωή μου η ίδια. Είναι εύκολο να αρνηθείς τη ζωή σου; Σήμερα ας πούμε, μια χαρά παλιοί σύντροφοι, είναι ακόμα στο κόμμα. Πώς να αρνηθούν τη ζωή τους;…»


«…Ο Αντρέας, ως μέγας δημαγωγός, πήρε όλη τη γκάμα των συνθημάτων της αριστεράς, τα υιοθέτησε, τα απαξίωσε μέσα από την εξουσία του και η αριστερά έψαχνε να βρει την προίκα της. Σαν να μην έφτανε αυτό, μας κληρονόμησε και το σόι του…»


«..Ζούμε μια άσχημη εποχή. Εμείς, συγκρουόμασταν, δίναμε μάχη χαρακωμάτων, παλεύαμε. Σήμερα κλέβουν τη ζωή των παιδιών, των ανθρώπων. Σήμερα με ποιόν να παλέψεις; Ούτε αφεντικό δεν έχεις. Πολυεθνική εταιρεία σου λέει. Τέτοιοι είναι οι μηχανισμοί. Ψεύτικο χρήμα, πλαστικό. Γύρω σου δεν υπάρχει μια αξία για να στηριχτείς. Τι είναι αυτό; Κοινωνία; Πολιτισμός;…»
«Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, μέσα στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες, σαν ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό». Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου