του Νίκου Μπογιόπουλου
Πέντε χρόνια τώρα έχουμε:
Αλλεπάλληλες µειώσεις μισθών και συντάξεων. Κατάλυση των συλλογικών συµβάσεων εργασίας και η καταβύθιση του µισθού του εργαζοµένου στα κατώτατα επίπεδα. Διεύρυνση της «ευέλικτης εργασίας» που σε συνδυασµό µε το αντιασφαλιστικό παραλήρηµα οδηγεί σε δουλειά µέχρι το θάνατο και σε συντάξεις πείνας. Καθεστώς εργοδοτικής ασυδοσίας στις απολύσεις. Ξεπούληµα στους ιδιώτες οτιδήποτε είχε αποµείνει ως δηµόσιος τοµέας της οικονοµίας. Εκποίηση των πάντων, από τον αέρα µέχρι το έδαφος και από τη θάλασσα µέχρι το νερό και το υπέδαφος. Διατήρηση της φορολογικής ασυδοσίας του µεγάλου κεφαλαίου σε συνδυασµό µε την επέκταση της καταλήστευσης του λαού µέσω της διεύρυνσης της έµµεσης φορολογίας.
Τα παραπάνω δεν συνιστούν µια πολιτική «έκτακτη» και «παροδική». Είναι µια πολιτική µόνιµου χαρακτήρα, απροσδιόριστης διάρκειας και αδιόρατου τέλους.
Η πολιτική αυτή δεν οφείλεται σε «ψυχολογικούς» παράγοντες που έχουν να κάνουν με την «ψυχοσύνθεση» του Σόiμπλε ή με την «ψυχοσύνθεση» της Λαγκάρντ.
Η πολιτική που όλα αυτά τα χρόνια έχει επιβληθεί στον τόπο στο όνομα της «αντιμετώπισης της κρίσης» και της «σωτηρίας του λαού» έχει στόχο:
1) Να προστατεύσει τα συµφέροντα των πολυεθνικών και των τραπεζών και να διατηρεί την Ελλάδα σε ρόλο πειραµατόζωου για την εφαρµογή µέτρων προστασίας και απόδρασης των µονοπωλίων του ευρωενωσιακού χρηµατοπιστωτικού συστήµατος από τα κρισιακά φαινόµενα.
2) Να ρίξει τόσο τα βάρη της κρίσης όσο και αυτά του υπέρογκου δηµόσιου χρέους στα λαϊκά στρώµατα, που δεν έχουν την παραµικρή ευθύνη για το ξέσπασµά της και που φυσικά όπως δεν ωφελήθηκαν στο παραµικρό από τα προηγούµενα «αναπτυξιακά» δάνεια του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, έτσι δεν πρόκειται να ωφεληθούν και από τα νέα τα «μνημονιακά» δάνεια.
3) Να δηµιουργηθούν προϋποθέσεις νέας κερδοφορίας του κεφαλαίου, ενίσχυσης της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησής του, όπως και της ανταγωνιστικότητάς του, κάνοντας πολύ φτηνότερη την εργατική δύναµη, διαµορφώνοντας µεσαιωνικές εργασιακές σχέσεις, παραδίδοντας πολύ περισσότερους τοµείς, δηµόσιες επιχειρήσεις και δηµόσια περιουσία στην άµεση και ληστρική εκµετάλλευση των κεφαλαιοκρατών και παρέχοντας στους τελευταίους πολύ περισσότερες παροχές, διευκολύνσεις, κίνητρα και προνόµια.
4) Να διαµορφωθούν στην Ελλάδα συνθήκες όπου το µεγάλο κεφάλαιο αφενός θα διέλθει την κρίση µε τις λιγότερες δυνατές ζηµιές για το ίδιο, αφού οι ζηµιές αυτές επιφορτίζονται ως επιπλέον βάρη στις πλάτες του λαού και, αφετέρου, µετά την κρίση, να έχει διαµορφωθεί µια χώρα-«Ελ Ντοράντο», όπου οι κεφαλαιοκράτες θα έχουν ελεύθερο το πεδίο από εργασιακά δικαιώµατα και κοινωνικές κατακτήσεις, ώστε να εξασφαλίσουν µια νέα κερδοφορία, θεµελιωµένη πάνω στο έδαφος της απόλυτης κοινωνικής εξαθλίωσης και της µηδενικής αντίστασης εκ µέρους των εργαζοµένων.
Ποια πρέπει, εποµένως, να είναι η αντίδραση του λαού σε όσα του προκάλεσαν οι «σωτήρες» και σε όσα ακόµα πιο απάνθρωπα του ετοιµάζουν; Ποιο είναι το «χρέος» του απέναντι στις υποδείξεις να σκύψει, να γονατίσει και να πληρώνει την κρίση τους;
Ποια πρέπει να είναι η δική του «κόκκινη γραμμή» και η δική του αδιαπραγμάτευτη… «διαπραγματευτική» τακτική:
Η µόνη «πληρωµένη» απάντηση στις προσταγές να πληρώσει ο λαός τα χρέη των κεφαλαιοκρατών, ώστε να διέλθει ο καπιταλισµός την κρίση του, είναι µία και µόνο – και πρέπει να δοθεί µε οργανωµένο και µαζικό τρόπο:
«Δεν αναγνωρίζουµε το χρέος σας».
«Δεν αναγνωρίζουµε το χρέος σας».
Η μόνη «διαπραγματευτική» τακτική στις προσταγές και στις απειλές να πληρώνει ο λαός από τους κοµµένους µισθούς και τις κοµµένες συντάξεις του για να γυρίζει το γρανάζι της ολιγαρχίας και των πολυεθνικών είναι µία – και πρέπει να δοθεί µε οργανωµένο και µαζικό τρόπο:
«Δεν πληρώνουµε».
«Δεν πληρώνουµε».
Η μόνη «κόκκινη γραμμή» απέναντι στον «πατριωτισμό» και στα κίβδηλα κυρήγματα περί «εθνικής κυριαρχίας» που αποδέχονται τον «μονόδρομο» των επιτηρήσεων, η απάντηση σε όλα τα συναφή µε τα οποία καλούν το λαό να προσκυνήσει είναι µία – και πρέπει να δοθεί µε οργανωµένο και µαζικό τρόπο:
«Έξω το ΔΝΤ, αποδέσμευση από την ΕΕ, διαγραφή του χρέους, ανυπακοή σε ντόπιους και ξένους καπιταλιστές που µόνη τους “πατρίδα” είναι το κέρδος».
«Έξω το ΔΝΤ, αποδέσμευση από την ΕΕ, διαγραφή του χρέους, ανυπακοή σε ντόπιους και ξένους καπιταλιστές που µόνη τους “πατρίδα” είναι το κέρδος».
Η μόνη «αντιπρόταση» στην πολιτική της μόνιμης λιτότητας που φιλοτεχνεί η τάξη των χορτάτων είναι µία – και πρέπει να δοθεί µε οργανωµένο και µαζικό τρόπο:
«Ταξική ενότητα και ενιαία πάλη των λαϊκών στρωµάτων για πέρασµα όλου του παραγόµενου πλούτου στα χέρια του λαού».
«Ταξική ενότητα και ενιαία πάλη των λαϊκών στρωµάτων για πέρασµα όλου του παραγόµενου πλούτου στα χέρια του λαού».
Η μόνη «εναλλακτική» θέση στα περί «νέων κινήτρων για επενδύσεις» της πλουτοκρατίας που θα φέρουν τάχα «ευηµερία» είναι µία – και πρέπει να δοθεί µε οργανωµένο και µαζικό τρόπο:
«Απαλλοτρίωση των παραγωγικών δυνάµεων από τον κεφαλαιοκρατικό ζυγό µε εγκαθίδρυση λαϊκού ελέγχου και κοινωνικό προσανατολισµό».
«Απαλλοτρίωση των παραγωγικών δυνάµεων από τον κεφαλαιοκρατικό ζυγό µε εγκαθίδρυση λαϊκού ελέγχου και κοινωνικό προσανατολισµό».
Η μονή απάντηση που αφοπλίζει τους εκβιαστές, που ακυρώνει τις απειλές τους, που γελοιοποιεί τα τελεσίγραφα του τύπου «ή αποδέχεστε την πολιτική μας ή σας στραγγαλίζουμε οικονομικά, παίρνουµε τα κεφάλαιά µας και φεύγουµε από τη χώρα» είναι µία, είναι καθαρή, είναι απλή – και πρέπει να δοθεί µε οργανωµένο και µαζικό τρόπο:
«Εργοστάσια χωρίς βιομήχανους υπάρχουν, βιοµήχανοι χωρίς εργοστάσια δεν υπάρχουν. Καράβια χωρίς εφοπλιστές υπάρχουν, εφοπλιστές χωρίς καράβια δεν υπάρχουν. Τράπεζες χωρίς τραπεζίτες υπάρχουν, τραπεζίτες χωρίς τράπεζες δεν υπάρχουν».
«Εργοστάσια χωρίς βιομήχανους υπάρχουν, βιοµήχανοι χωρίς εργοστάσια δεν υπάρχουν. Καράβια χωρίς εφοπλιστές υπάρχουν, εφοπλιστές χωρίς καράβια δεν υπάρχουν. Τράπεζες χωρίς τραπεζίτες υπάρχουν, τραπεζίτες χωρίς τράπεζες δεν υπάρχουν».
Η απάντηση, τελικά, δεν µπορεί παρά να είναι µία – και δεν µπορεί να δοθεί παρά µόνο µε οργανωµένο και µαζικό τρόπο:
«Κοινωνικοποίηση των µέσων παραγωγής και όλου του παραγόµενου πλούτου».
Με άλλα λόγια:
Κατάργηση του ατοµικού, του καπιταλιστικού κέρδους και αντικατάστασή του µε την έννοια του λαϊκού, του συλλογικού, του κοινωνικού οφέλους.
Πέρασµα από την κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία, από την ιδιοποίηση των κερδών και τη συνακόλουθη «κοινωνικοποίηση» των ζηµιών στην κοινωνικοποίηση των προϊόντων του ανθρώπινου µόχθου και στην έξωση από το προσκήνιο των εκπροσώπων του φιλοτοµαρισµού, των «θεσμών» τους και της εξουσίας τους.
Αυτή η εξουσία, η εξουσία των κεφαλαιοκρατών, των εγχώριων κοµµάτων τους και των διεθνών παραστατών τους, πρέπει να ανατραπεί από την δημοκτατική και πλειοψηφική βούληση του λαού. Και να αντικατασταθεί από µια λαϊκή εξουσία, µε µια κυβέρνηση βγαλµένη µέσα από τα σπλάχνα του λαού, η οποία σε κάθε βήµα της και ανά πάσα στιγµή θα τελεί υπό διαρκή εργατικό και λαϊκό έλεγχο.
Συμπερασματικά: Στην Ελλάδα (όπως και σε κάθε άλλη καπιταλιστική χώρα) το ζήτηµα από τη σκοπιά των λαϊκών συµφερόντων δεν µπορεί να επιλυθεί µε όρους µιας «καλύτερης», µιας «βελτιωµένης» διαχείρισης του συστήµατος.
Δεν μπορεί να επιτευχθεί με «διαπραγματεύσεις», με συμφωνίες και με «έντιμους» συμβιβασμούς με τους εκπροσώπους της ατιμίας, με τους εκβιαστές και με τους δυνάστες.
Τα γεγονότα βοούν: Ακόµα και αν αναδειχθεί από την πλειοψηφία του λαού μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στα λόγια θα είναι φιλεργατική, άρα αν αναδειχτεί και αντίστοιχη κυβέρνηση, αυτή δεν θα µπορέσει να ξεπεράσει τα όρια των βασικών νόµων του καπιταλισµού αν δεν επιλύσει το ζήτηµα της κοινωνικοποίησης των βασικών µέσων παραγωγής, την αποδέσµευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τον πανεθνικό σχεδιασµό και τον εργατικό έλεγχο από τα κάτω προς τα επάνω.
Το ξεπέρασµα, εποµένως, της οικονοµικής κρίσης και της αξιοποίησης της οικονομικής κρίσης από τον ιμπεριαλισμό για το βάθεμα της εκμετάλλευσης λαών και χωρών, είναι κυρίως πολιτικό και όχι οικονοµικό ή δηµοσιονοµικό πρόβληµα.
Που σημαίνει: Η «Λυδία Λίθος» του προβλήµατος δεν είναι άλλη από το ποιος κατέχει τον πλούτο. Και για την ακρίβεια: το πώς αυτοί που τον παράγουν θα τον πάρουν στα χέρια τους. Εκείνο δηλαδή που εκ των πραγµάτων τίθεται επί τάπητος είναι το ζήτηµα της εξουσίας.
Εποµένως, η μόνη διέξοδος και ο πραγματικός «µονόδροµος» είναι:
- Η ανάδειξη του επείγοντος χαρακτήρα των αναγκών του εργαζόµενου λαού.
- Η κατάδειξη - µέσα από την ίδια την πείρα της διεκδίκησης - ότι η ικανοποίηση ακόµα και των πλέον άµεσων λαικών αναγκών, σηµαίνει αντιπαράθεση με τη συνολική πολιτική του µεγάλου κεφαλαίου.
- Η σύνδεση του µερικού µε το γενικό, µέσα από σχέδιο και επεξεργασία, ώστε να συσπειρώνεται ο λαός, να σφυρηλατεί την ενότητά του, να εδραιώνει την κοινωνική συµµαχία του και να αποσπάται από την πολιτική και ιδεολογική επιρροή της αστικής τάξης, των κομμάτων της, των εταίρων της.
- Κινήσεις και τακτική που ο ορίζοντάς τους δεν θα τελειώνει στη µέση του δρόµου, αλλά θα φωτίζεται από τη συνολική στρατηγική για το πέρασµα από την προϊστορία της εκµετάλλευσης στην Ιστορία της απελευθέρωσης, που συνεπάγεται ανυποχώρητο µέτωπο απέναντι στις οπορτουνιστικές αντιλήψεις οι οποίες λειτουργούν ως «µαξιλάρι ασφαλείας» της αστικής κυριαρχίας.
Όλα αυτά προϋποθέτουν την άνοδο της ταξικής πάλης µέσα από την οξυγόνωση του εργατικού κινήµατος. Το κέρδισµα πλατιών εργατικών και λαικών µαζών µέσα από την κάθοδό τους στο στίβο των ταξικών αγώνων.
Αυτή είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για το ριζικό µετασχηµατισµό της κοινωνίας, αφού χωρίς την ανάπτυξη των ταξικών αγώνων ο λαός θα παραδέρνει από τον έναν αντιλαϊκό διαχειριστή στον άλλο.
Οι «νουνεχείς», διαβλέποντας τον κίνδυνο που µπορεί να γεννηθεί µέσα από τέτοια «καινά δαιµόνια», αντιλαμβανόμενοι ότι τα προηγούμενα θα μπορούσαν να συνθέτουν το περιεχόμενο της πραγματικής ρήξης με το σύστημά τους, μια ρήξη που ουδεμία σχέση έχει με τις «ρήξεις – μαιμού» και με τις ψευδοπροφητείες που τις συνοδεύουν, απαντούν:
«Ναι, µα µπροστά στον καπιταλισµό που ναι µεν είναι απάνθρωπος, αλλά εντούτοις ορθώνεται µπροστά µας ως “απόλυτη βεβαιότητα”, τι νόηµα έχει να συγκρουστούµε µε τους ισχυρούς επισείοντας την µήνιν τους; Τι νόηµα έχει να “ρισκάρουµε” και να “κινδυνεύσουµε”, µόνο και µόνο για την “αβεβαιότητα” ενός “άλλου” κόσµου»;
Απέναντι σε όλη τούτη τη θλιβερή «ζωντάνια» της µοιρολατρίας, της υποταγής και του ραγιαδισµού η ποίηση σχολιάζει:
«Αργοπεθαίνει αυτός που δεν ρισκάρει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα/ που κρύβει το κυνήγι των ονείρων του/ εκείνος που δεν επιτρέπει στον εαυτό του/ µια φορά έστω στη ζωή του να πετάξει από πάνω του τις “φιλικές συµβουλές” (...). Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει κάτι πριν καν το αρχίσει».
email: mpog@enikos.gr
«Κοινωνικοποίηση των µέσων παραγωγής και όλου του παραγόµενου πλούτου».
Με άλλα λόγια:
Κατάργηση του ατοµικού, του καπιταλιστικού κέρδους και αντικατάστασή του µε την έννοια του λαϊκού, του συλλογικού, του κοινωνικού οφέλους.
Πέρασµα από την κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία, από την ιδιοποίηση των κερδών και τη συνακόλουθη «κοινωνικοποίηση» των ζηµιών στην κοινωνικοποίηση των προϊόντων του ανθρώπινου µόχθου και στην έξωση από το προσκήνιο των εκπροσώπων του φιλοτοµαρισµού, των «θεσμών» τους και της εξουσίας τους.
Αυτή η εξουσία, η εξουσία των κεφαλαιοκρατών, των εγχώριων κοµµάτων τους και των διεθνών παραστατών τους, πρέπει να ανατραπεί από την δημοκτατική και πλειοψηφική βούληση του λαού. Και να αντικατασταθεί από µια λαϊκή εξουσία, µε µια κυβέρνηση βγαλµένη µέσα από τα σπλάχνα του λαού, η οποία σε κάθε βήµα της και ανά πάσα στιγµή θα τελεί υπό διαρκή εργατικό και λαϊκό έλεγχο.
Συμπερασματικά: Στην Ελλάδα (όπως και σε κάθε άλλη καπιταλιστική χώρα) το ζήτηµα από τη σκοπιά των λαϊκών συµφερόντων δεν µπορεί να επιλυθεί µε όρους µιας «καλύτερης», µιας «βελτιωµένης» διαχείρισης του συστήµατος.
Δεν μπορεί να επιτευχθεί με «διαπραγματεύσεις», με συμφωνίες και με «έντιμους» συμβιβασμούς με τους εκπροσώπους της ατιμίας, με τους εκβιαστές και με τους δυνάστες.
Τα γεγονότα βοούν: Ακόµα και αν αναδειχθεί από την πλειοψηφία του λαού μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στα λόγια θα είναι φιλεργατική, άρα αν αναδειχτεί και αντίστοιχη κυβέρνηση, αυτή δεν θα µπορέσει να ξεπεράσει τα όρια των βασικών νόµων του καπιταλισµού αν δεν επιλύσει το ζήτηµα της κοινωνικοποίησης των βασικών µέσων παραγωγής, την αποδέσµευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τον πανεθνικό σχεδιασµό και τον εργατικό έλεγχο από τα κάτω προς τα επάνω.
Το ξεπέρασµα, εποµένως, της οικονοµικής κρίσης και της αξιοποίησης της οικονομικής κρίσης από τον ιμπεριαλισμό για το βάθεμα της εκμετάλλευσης λαών και χωρών, είναι κυρίως πολιτικό και όχι οικονοµικό ή δηµοσιονοµικό πρόβληµα.
Που σημαίνει: Η «Λυδία Λίθος» του προβλήµατος δεν είναι άλλη από το ποιος κατέχει τον πλούτο. Και για την ακρίβεια: το πώς αυτοί που τον παράγουν θα τον πάρουν στα χέρια τους. Εκείνο δηλαδή που εκ των πραγµάτων τίθεται επί τάπητος είναι το ζήτηµα της εξουσίας.
Εποµένως, η μόνη διέξοδος και ο πραγματικός «µονόδροµος» είναι:
- Η ανάδειξη του επείγοντος χαρακτήρα των αναγκών του εργαζόµενου λαού.
- Η κατάδειξη - µέσα από την ίδια την πείρα της διεκδίκησης - ότι η ικανοποίηση ακόµα και των πλέον άµεσων λαικών αναγκών, σηµαίνει αντιπαράθεση με τη συνολική πολιτική του µεγάλου κεφαλαίου.
- Η σύνδεση του µερικού µε το γενικό, µέσα από σχέδιο και επεξεργασία, ώστε να συσπειρώνεται ο λαός, να σφυρηλατεί την ενότητά του, να εδραιώνει την κοινωνική συµµαχία του και να αποσπάται από την πολιτική και ιδεολογική επιρροή της αστικής τάξης, των κομμάτων της, των εταίρων της.
- Κινήσεις και τακτική που ο ορίζοντάς τους δεν θα τελειώνει στη µέση του δρόµου, αλλά θα φωτίζεται από τη συνολική στρατηγική για το πέρασµα από την προϊστορία της εκµετάλλευσης στην Ιστορία της απελευθέρωσης, που συνεπάγεται ανυποχώρητο µέτωπο απέναντι στις οπορτουνιστικές αντιλήψεις οι οποίες λειτουργούν ως «µαξιλάρι ασφαλείας» της αστικής κυριαρχίας.
Όλα αυτά προϋποθέτουν την άνοδο της ταξικής πάλης µέσα από την οξυγόνωση του εργατικού κινήµατος. Το κέρδισµα πλατιών εργατικών και λαικών µαζών µέσα από την κάθοδό τους στο στίβο των ταξικών αγώνων.
Αυτή είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για το ριζικό µετασχηµατισµό της κοινωνίας, αφού χωρίς την ανάπτυξη των ταξικών αγώνων ο λαός θα παραδέρνει από τον έναν αντιλαϊκό διαχειριστή στον άλλο.
Οι «νουνεχείς», διαβλέποντας τον κίνδυνο που µπορεί να γεννηθεί µέσα από τέτοια «καινά δαιµόνια», αντιλαμβανόμενοι ότι τα προηγούμενα θα μπορούσαν να συνθέτουν το περιεχόμενο της πραγματικής ρήξης με το σύστημά τους, μια ρήξη που ουδεμία σχέση έχει με τις «ρήξεις – μαιμού» και με τις ψευδοπροφητείες που τις συνοδεύουν, απαντούν:
«Ναι, µα µπροστά στον καπιταλισµό που ναι µεν είναι απάνθρωπος, αλλά εντούτοις ορθώνεται µπροστά µας ως “απόλυτη βεβαιότητα”, τι νόηµα έχει να συγκρουστούµε µε τους ισχυρούς επισείοντας την µήνιν τους; Τι νόηµα έχει να “ρισκάρουµε” και να “κινδυνεύσουµε”, µόνο και µόνο για την “αβεβαιότητα” ενός “άλλου” κόσµου»;
Απέναντι σε όλη τούτη τη θλιβερή «ζωντάνια» της µοιρολατρίας, της υποταγής και του ραγιαδισµού η ποίηση σχολιάζει:
«Αργοπεθαίνει αυτός που δεν ρισκάρει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα/ που κρύβει το κυνήγι των ονείρων του/ εκείνος που δεν επιτρέπει στον εαυτό του/ µια φορά έστω στη ζωή του να πετάξει από πάνω του τις “φιλικές συµβουλές” (...). Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει κάτι πριν καν το αρχίσει».
email: mpog@enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου