του Πάνου Γκαργκάνα
Η συζήτηση είχε ανάψει πριν ακόμη προκηρυχθούν οι εκλογές και τα εκλογικά διλήμματα προφανώς κάνουν τη συζήτηση ακόμη πιο επιτακτική, αν και το σωστό είναι να μην περιοριστεί μόνο σε αυτό το επίπεδο.
Οι επιπτώσεις για την Αριστερά από τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από αυτή τη συζήτηση πάνε πολύ πιο μακριά από τον ορίζοντα της κάλπης της 20 Σεπτέμβρη.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατ’ αρχήν υπάρχουν δυο (αντιτιθέμενες) απόψεις που ξεκινάνε από την απόρριψη του ίδιου του ερωτήματος: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άλλαξε, επιμένει η ηγεσία του, απλά αναγκάζεται να διαχειριστεί μια δύσκολη συγκυρία. Και παράλληλα η ηγεσία του ΚΚΕ, από απέναντι, λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και είναι άλλο ένα αστικό κόμμα, περίπου «τι είχαμε, τι χάσαμε».Είναι φανερό ότι αυτές οι προσεγγίσεις χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα. Θα ξαναγυρίσουμε στη στάση του ΚΚΕ παρακάτω, αλλά ας ξεκινήσουμε από τους ισχυρισμούς της ηγεσίας Τσίπρα.
Το πρώτο αναμφισβήτητο στοιχείο είναι η κρίση που έχει ξεσπάσει στο κόμμα της κυβερνητικής αριστεράς. Πηγαίνουμε σε εκλογές γιατί η κυβερνητική πλειοψηφία έχει χάσει τόσους πολλούς βουλευτές ώστε να μην εξασφαλίζει ούτε το όριο των 120 που απαιτείται για μια κυβέρνηση μειοψηφίας.
Η πρώτη αντίδραση της ηγεσίας ήταν να καταγγείλει τους βουλευτές που διαφώνησαν ότι είναι υπεύθυνοι για την ανατροπή της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς. Ύστερα το ξανασκέφτηκε και αποφάσισε ότι πάμε για εκλογές επειδή ο Τσίπρας είναι πολύ δημοκράτης και θέλει νέα εντολή. Αλλά οι προεκλογικοί τακτικισμοί δεν μπορούν να αναιρέσουν την πραγματικότητα της κρίσης που έχει ξεσπάσει.
Άλλωστε, η κρίση δεν περιορίζεται στην κοινοβουλευτική ομάδα, ούτε στην αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας. Οι διαφωνίες, οι παραιτήσεις και οι αποχωρήσεις απλώνονται σε όλο τον κομματικό ΣΥΡΙΖΑ, από τα στελέχη τοπικών οργανώσεων μέχρι τον Γραμματέα και από τις διάφορες πρώην «συνιστώσες» μέχρι τον κορμό του παλιού Συνασπισμού.
Αν κάποιος αμφιβάλλει για την έκταση και την ένταση αυτών των φαινόμενων και σκέφτεται ότι μπορεί να ξεπεραστούν κάτω από την πίεση της κάλπης που μπορεί να λειτουργήσει συσπειρωτικά (όπως προφανώς ελπίζει η ηγεσία), ας ρίξει μια ματιά στις διεθνείς αναταράξεις στο χώρο της ευρωπαϊκής αριστεράς που είχε αγκαλιάσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι επιπτώσεις φαίνονται και στη Γαλλία και στην Ισπανία, με τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν να αποστασιοποιείται από τον Τσίπρα. Ο κόσμος της Αριστεράς παντού βιώνει τις εξελίξεις σαν κρίση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δεν έρχεται από τον Μελανσόν ή από το Ποδέμος, αλλά από τον Στάθη Κουβελάκη, ένα στέλεχος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ με παρουσία στο Παρίσι και στο Λονδίνο, που έκανε τον παραλληλισμό ανάμεσα στην ψηφοφορία στην ελληνική Βουλή για το νέο Μνημόνιο και στην ψηφοφορία στο Ράιχσταγκ πριν 100 χρόνια για τα πολεμικά κονδύλια του Α΄Παγκόσμιου Πόλεμου.1 Ένα διεθνές κίνημα ενάντια στον πόλεμο τότε αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την προδοσία της Σοσιαλδημοκρατίας που μπήκε στον πόλεμο. Σήμερα, ο κόσμος που παλεύει ενάντια στη λιτότητα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη και είδε με ελπίδα τον ΣΥΡΙΖΑ, αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τη συνθηκολόγηση του Τσίπρα με τους αρχιερείς της λιτότητας.
Προφανώς, όλος αυτός ο κόσμος, πιο έντονα και πιεστικά μέσα στην Ελλάδα, αλλά και σε διεθνή κλίμακα, θέλει απαντήσεις: Τι πήγε στραβά; Πού βρίσκεται η αιτία για την καταστρατήγηση των διακηρύξεων; Και τι πρέπει να αλλάξει;
Στο χώρο των δυνάμεων που διαφοροποιούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τα αριστερά, υπάρχει μια αμηχανία γύρω από το ρόλο που έπαιξε και παίζει ο ρεφορμιστικός χαρακτήρας του. Όμως, χωρίς μια σαφή ανάλυση για το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι δύσκολο να δοθούν απαντήσεις. Γίνεται λόγος για «μετάλλαξη», αλλά αυτή η λέξη υπεκφεύγει τη συζήτηση για τα αίτια.
Μετάλλαξη;
Είναι εξόφθαλμο ότι υπάρχει τεράστια αντίφαση ανάμεσα στις διακηρύξεις του 2012, ακόμα και τις υποσχέσεις του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης (που ήταν ήδη μινιμαρισμένες σε σχέση με τις θέσεις του 2012) και στα ανάλγητα μέτρα που υπέγραψε και προχωράει να υλοποιήσει στα πλαίσια της νέας δανειακής σύμβασης. Είναι επίσης σαφές ότι υπήρχε μια διαδικασία διολίσθησης όλο αυτό το διάστημα και πριν από τις εκλογές του Γενάρη και στο διάστημα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Πότε ακριβώς επήλθε η «μετάλλαξη» και γιατί δεν υπήρξαν αντιδράσεις στα προειδοποιητικά συμπτώματα της ασθένειας;
Η διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας, της κίνησης που έχει ως κορμό την Αριστερή Πλατφόρμα που έσπασε από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι εκκωφαντικά σιωπηλή σε αυτό το ζήτημα. Μιλάει για πολιτικές και προοπτικές που θέλει να υπηρετήσει, άλλοτε επαναλαμβάνοντας θέσεις που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλοτε κάνοντας διαφοροποιήσεις, αλλά πουθενά δεν επιχειρεί να εξηγήσει την αποτυχία του εγχειρήματος από το οποίο προέρχεται.
Λέει παραδείγματος χάρη:
«12. Ουσιώδες συστατικό της εναλλακτικής μας πρότασης είναι ο ριζοσπαστικός μετασχηματισμός του κράτους, της δικαιοσύνης και της δημόσιας διοίκησης. Η αποκατάσταση και διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών, από το χώρο εργασίας μέχρι το δικαίωμα στη διαδήλωση, η διάλυση των ΜΑΤ και γενικότερα η αντιμετώπιση των μηχανισμών καταστολής του «εχθρού- λαού», ο εκδημοκρατισμός και η διαφάνεια στο χώρο των ΜΜΕ, η αποφασιστική αντιμετώπιση της διαφθοράς και της διαπλοκής, αποτελούν τα πιο επείγοντα μέτρα σ’ αυτό το πεδίο.»2
Αντίστοιχες διατυπώσεις υπήρχαν στις αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα ξέρουμε ότι στην πράξη βιώσαμε την υπουργία Πανούση. Μέσα σε λίγους μήνες περάσαμε από το συμβολικό ξήλωμα των μεταλλικών φραγμάτων μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη στις επιθέσεις ΜΑΤ κατά διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν για την ψήφιση της Συμφωνίας με τους «θεσμούς».
Τι θα εμποδίσει μια επανάληψη αυτής της δυσάρεστης εμπειρίας; Υπήρχε πρόβλημα με τη στρατηγική του «εκδημοκρατισμού» του υπαρκτού κράτους; Διαφωνούσαν τα ηγετικά στελέχη της Λαϊκής Ενότητας με τις διακηρύξεις του Αλέξη Τσίπρα περί «συνέχειας του κράτους» όταν επισκεπτόταν τον Αβραμόπουλο στο Πεντάγωνο πριν από τις εκλογές του Γενάρη και αν ναι, γιατί δεν το έκφρασαν δημόσια; Μπορεί να γίνει «ριζοσπαστικός μετασχηματισμός» του κράτους χωρίς αλλαγή στρατηγικής που να έχει ορίζοντα την αντικαπιταλιστική ανατροπή του υπάρχοντος και όχι τη συνέχειά του;
Σε άλλο σημείο υπάρχει βελτίωση των παλιών διακηρύξεων του ΣΥΡΙΖΑ με τη θέση για ρήξη με την Ευρωζώνη:
«9. Η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας, με την επανεθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος και την έκδοση εθνικού νομίσματος, θα προσφέρει την αναγκαία ρευστότητα στην οικονομία, χωρίς τους επαχθείς όρους των δανειακών συμβάσεων. Θα βοηθήσει αποφασιστικά στην ενίσχυση των εξαγωγών, τον περιορισμό και την υποκατάσταση των εισαγωγών και την ενδυνάμωση της παραγωγικής βάσης της χώρας και του τουριστικού ρεύματος. Θα ευνοήσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω δημοσίων έργων, αναπτυξιακών πρωτοβουλιών των μεγάλων, δημοσίων επιχειρήσεων, στήριξης του κοινωνικού τομέα της οικονομίας και αποκατάστασης της πίστωσης στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η κατάργηση των Μνημονιακών, φορολογικών και άλλων, βαρών στα λαϊκά νοικοκυριά θα ενισχύσει τη ζήτηση, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη. Συνολικά, θα παρουσιάσουμε ειδικό σχέδιο για την Ελλάδα, που θα εφαρμόζει ένα ριζοσπαστικό, προοδευτικό πρόγραμμα με εθνικό νόμισμα.»3
Σίγουρα αυτό είναι ένα βήμα μπροστά σε σχέση με τις παλιές τοποθετήσεις τύπου «καμιά θυσία για το ευρώ» που άφηναν μετέωρο το ζήτημα του ελέγχου της Τράπεζας της Ελλάδος και του νομίσματος από τους «θεσμούς» της ΕΕ. Αλλά παραμένει αναπάντητο το στρατηγικό ερώτημα: ποιος θα ελέγχει την εθνικοποιημένη κεντρική τράπεζα και το εθνικό νόμισμα; Αρκεί η εποπτεία μιας μελλοντικής προοδευτικής κυβέρνησης για να μετατραπεί αυτό το βήμα σε εργαλείο στην υπηρεσία των εργατικών συμφερόντων; Θα συνεργαστούν οι Έλληνες καπιταλιστές ξαφνικά στη δημιουργία θέσεων εργασίας με καλύτερα μεροκάματα και σεβασμό στις συλλογικές συμβάσεις; Πρέπει να προετοιμαζόμαστε για μια τέτοια «ειρηνική συνύπαρξη» με το κεφάλαιο όταν σπάσουμε με το Ευρώ ή μήπως καλύτερα να προετοιμαζόμαστε για μάχες με τους καπιταλιστές που θα φυγαδεύουν κεφάλαια όταν γίνει η υποτίμηση που ήδη προαναγγέλλει ο Κώστας Λαπαβίτσας στις συνεντεύξεις του;4
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε και έχει ως θεμέλιό του την απόρριψη της επανάστασης ως προοπτικής για την αλλαγή της κοινωνίας. Όχι μόνο γιατί είχε ως κορμό τον παλιό Συνασπισμό όπου κυριαρχούσαν οι προσανατολισμοί της πιο δεξιάς ρεφορμιστικής πολιτικής με εκφραστές σαν τον Κύρκο, τη Δαμανάκη και τον Κουβέλη. Αλλά και γιατί και στη «ριζοσπαστική» του περίοδο, με ηγεσία τον Αλέξη Τσίπρα μιλούσε περιφρονητικά για την προοπτική της «Δευτέρας Παρουσίας»: «Εάν μοιρολατρικά πρέπει να δεχτούμε ότι μονάχα στη δεύτερη παρουσία του σοσιαλισμού μπορεί να υπάρξει ελπίδα και ζωή, τότε θα καταντήσουμε να περιμένουμε δευτέρα παρουσία».5
Όσοι αποδέχονται αυτή την «ανυπομονησία» για ελπίδα και ζωή διαζευκτικά από την πάλη για την ανατροπή της κοινωνίας που μας τα στερεί, οδηγούνται σε αναζήτηση «ρεαλιστικών» εναλλακτικών λύσεων, σε «έντιμους» συμβιβασμούς με την υπάρχουσα δομή της κοινωνίας. Αυτό είναι το υπόβαθρο της συλλογιστικής που είπε «καλύτερα να πάρουμε νέο δάνειο αντί να μπλέξουμε στην περιπέτεια της διαγραφής του χρέους», «καλύτερα να το πάρουμε από τους θεσμούς της ευρωζώνης αντί να μπλέξουμε με την περιπέτεια της εξόδου», «καλύτερα να ζητήσουμε από τον κόσμο να υποστεί άλλο ένα μνημόνιο αντί να μπλέξουμε σε συγκρούσεις με αυτούς που φυγαδεύουν τα κεφάλαιά τους και είναι δύσκολο να ελεγχθούν».
Στρατηγική
Χωρίς ρήξη με αυτά τα θεμέλια της ρεφορμιστικής στρατηγικής, είναι εύκολο να πέφτεις σε παρόμοιες «ρεαλιστικές προτάσεις». Παραδείγματος χάρη, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που είναι ιδρυτικά της Λαϊκής Ενότητας μπορούν να προσυπογράφουν απόψεις ότι «με την έξοδο από την ΟΝΕ η χώρα δεν θα γίνει λιγότερο ευρωπαϊκή, αλλά θα ακολουθήσει μια διαφορετική προσέγγιση από τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ, μια επιλογή στην οποία έχουν ήδη προχωρήσει χώρες όπως η Σουηδία και η Δανία.»6 Ο προηγούμενος πολιτικός που έλεγε ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει «Δανία του Νότου» ήταν ο ΓΑΠ. Θα είναι τραγικό αν μια κίνηση που υπόσχεται να βοηθήσει να ξεφύγουμε από την κατάντια του ΣΥΡΙΖΑ καταλήξει να επαναλαμβάνει τέτοιες ανοησίες.
Υπάρχουν, βέβαια, φωνές από αυτόν το χώρο που επιχειρούν να μπουν στη συζήτηση για τη στρατηγική που ηττήθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Στάθης Κουβελάκης εντοπίζει το πρόβλημα στον «αριστερό ευρωπαϊσμό», αλλά επιμένει ότι υπάρχουν πολλά στοιχεία που μπορούν να διατηρηθούν
«Τι δεν ηττήθηκε λοιπόν στον ΣΥΡΙΖΑ, τι θετικό κόμισε με άλλα λόγια η εμπειρία αυτή στο αριστερό και στο λαϊκό κίνημα; Ως πρώτη προσέγγιση θα έλεγα τα εξής τέσσερα στοιχεία. (…)
Δεν ηττήθηκε κατ’ αρχήν η πρόταση της αριστερής κυβέρνησης ως του απαραίτητου και δόκιμου εργαλείου για να προσεγγιστεί σήμερα το ζήτημα της εξουσίας. (…)
Δεύτερο στοιχείο, το μεταβατικό πρόγραμμα. Εκτιμώ ότι παρά τα όριά του, ειδικότερα σε ότι αφορά την ονομαζόμενη «κοστολόγησή του», το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ήταν μια ατελή μορφή, αλλά κατά βάση σωστή προσέγγιση ενός τέτοιου προγράμματος. (…)
Το μεταβατικό πρόγραμμα συνδέεται επίσης, και είναι κάτι που το μαθαίνουμε από την κληρονομιά του τρίτου και του τέταρτου συνέδριου της Κομμουνιστικής Διεθνούς και τις κατοπινές επεξεργασίες του Γκράμσι και του Τολιάτι, συνδέεται οργανικά με τον στόχο του ενιαίου μετώπου. (…)
Η παραπάνω διαπίστωση με οδηγεί στο τέταρτο και τελευταίο σημείο του «τι μένει» από την εμπειρία αυτή, στη σχέση του κοινωνικού με το πολιτικό. Αυτό ακριβώς πιστεύω είναι το στοίχημα που παίχτηκε από το 2012 και μετά, με όλες τις αντιφάσεις και τα όριά του, δηλαδή ο συνδυασμός μιας αριστερής κυβέρνησης και ενός κινηματικού κεκτημένου, που φυσικά δεν είναι ποτέ δεδομένο και πρέπει διαρκώς να αναβαπτίζεται μέσα στους αγώνες, έτσι ώστε να ανοίξει μια προοπτική βαθιάς .κοινωνικής αλλαγής».7
Δυστυχώς, αν διατηρηθούν όλα αυτά τα στοιχεία της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, τότε ακυρώνεται όλη η προσπάθεια ρήξης με την αποτυχία του.
Ο ρεφορμισμός υποτάσσει την πολιτική προοπτική του εργατικού κινήματος στη διαμεσολάβηση μιας κοινοβουλευτικής ανάδειξης της αριστεράς στην κυβέρνηση. Όλη η δυναμική της σχέσης του κοινωνικού με το πολιτικό κατακερματίζεται στο βωμό μιας προσπάθειας διαχείρισης που μόνο σε αδιέξοδα οδηγεί.
Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, η επαναστατική αντιμετώπιση του Λένιν, που στηριζόταν στην ανάλυση του «Κράτος και Επανάσταση» για το χαρακτήρα και τη φύση των μηχανισμών που μπορεί να αναλάβει να διαχειριστεί μια κυβέρνηση της αριστεράς, ξέφευγε από τα αδιέξοδα μιας τέτοιας διαχείρισης προτείνοντας την υλοποίηση των πολιτικών στόχων με τις δυνάμεις του ίδιου του κοινωνικού κινήματος.
Στους φαντάρους που πάλευαν για τον τερματισμό του πολέμου δεν πρότεινε να ελπίζουν στις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες μιας προοδευτικής κυβέρνησης, αλλά να παίρνουν τον έλεγχο των μονάδων στα χέρια τους με ανταρσίες κατά των στρατηγών. Στους αγρότες που ήθελαν την αγροτική μεταρρύθμιση δεν πρότεινε την αναμονή για να ψηφιστεί ο σχετικός νόμος από μια αριστερή πλειοψηφία, αλλά την κατάληψη των κτημάτων πετώντας έξω τους τσιφλικάδες. Στους εργάτες που διεκδικούσαν το οχτάωρο και συναντούσαν τα λοκάουτ της εργοδοσίας δεν είχε να προτείνει την ανάδειξη ενός επαναστάτη στη θέση του υπουργού εργασίας, αλλά την επιβολή του εργατικού ελέγχου από τους ίδιους σε κάθε εργοστάσιο και στην οικονομία συνολικά.
Με αυτή τη στρατηγική οι Μπολσεβίκοι έφτασαν να μπουν στα υπουργεία μόνο «πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους», όπως έλεγε η Ρόζα. Αν αρχίσουμε να ψάχνουμε ότι αυτή τη στρατηγική τη βελτίωσε ο …Τολιάτι, τότε σίγουρα κάνουμε ένα βήμα πίσω. Ο Τολιάτι ήταν ο ηγέτης του Ιταλικού ΚΚ που συμβούλεψε το κίνημα της Αντίστασης στη φασιστική κατοχή να συμβιβαστεί με τους Χριστιανοδημοκράτες, ήταν ο αρχιτέκτονας του ιταλικού «Λίβανου», ενός ξεπουλήματος που κατάληξε σε «Βάρκιζα» αμαχητί.
Με τέτοια συλλογιστική, η «Λαϊκή Ενότητα» εξακολουθεί να βλέπει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης ως «μεταβατικό», ενώ στην πράξη ήταν το ενδιάμεσο βήμα του Τσίπρα προς τους συμβιβασμούς που ακολούθησαν.
Η λογική της «κυβέρνησης της αριστεράς» ήταν αυτή που οδήγησε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012 σε συστηματική στροφή προς τη «μετριοπάθεια» με κριτήριο τις εκλογικές ανάγκες σε βάρος των εργατικών αγώνων. Μια απεργία των εκπαιδευτικών πάνω στις εξετάσεις δεν κερδίζει ψήφους, έλεγε αυτή η λογική. Αντίθετα, το «στρογγύλεμα» των προγραμματικών διακηρύξεων κερδίζει «μετριοπαθείς ψηφοφόρους». Ο κοινοβουλευτικός δρόμος αναπτύσσει τη δική του δυναμική, όπου η στροφή των λαϊκών στρωμάτων προς τα αριστερά στις κάλπες δεν ερμηνεύεται ως πολιτικό προχώρημα που επιτρέπει πιο τολμηρές πρωτοβουλίες, αλλά αντίθετα ως προτροπή για μεγαλύτερη προσαρμογή στις απαιτήσεις της εκλογικής τακτικής.
Ακριβώς επειδή δεν έχει αναπτύξει καμιά κριτική για όλα αυτά, αντίθετα εξακολουθεί να τα εξωραϊζει ως υποτίθεται σύγχρονες επεξεργασίες μιας ριζοσπαστικής στρατηγικής, ο χώρος της Αριστερής Πλατφόρμας/Λαϊκής Ενότητας έμεινε βουβός σε όλη την περίοδο της δεξιάς προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 μέχρι τις εκλογές του Γενάρη 2015. Ο φόβος ότι θα κατηγορηθεί μήπως βάλει σε κίνδυνο την εκλογική νίκη ήταν κυρίαρχος. Πιο πολλές κριτικές έκανε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά στην ηγεσία Τσίπρα.
Και βέβαια αποδέχθηκε τη συμμετοχή σε υπουργικές θέσεις μοιράζοντας υποσχέσεις για ανένδοτη στάση την ώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πήγαινε από συμβιβασμό σε συμβιβασμό. Κυριάρχησαν οι αυταπάτες ότι ένας αριστερός υπουργός ελέγχει το υπουργείο του, ενώ στην πράξη δεν είναι σε θέση να ελέγξει ούτε τις κινήσεις των «συντρόφων υπουργών», πολύ περισσότερο των καπιταλιστών και της γραφειοκρατίας που τους υπηρετεί.
Αυτές οι κριτικές δεν σημαίνουν επιστροφή σε έναν αφελή κινηματισμό που θεωρεί την πολιτική βρόμικη και στην πράξη αποδέχεται τον καταμερισμό εργασίας «η πολιτική στους πολιτικούς και οι κοινωνικοί αγώνες στους κινηματίες». Έχουμε την εμπειρία για το πώς ολόκληρα τμήματα της Αυτονομίας και της Αναρχίας παραδόθηκαν αμαχητί στη γοητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως το τοποθετεί ο Άλεξ Καλλίνικος, «το πρόβλημα δεν είναι ότι η πολιτική βρομίζει την καθαρότητα του κοινωνικού κινήματος –η πολιτική ενυπάρχει πάντοτε στους κοινωνικούς αγώνες- αλλά τι είδους πολιτική καταλήγει να επικρατεί».8
Πριν προχωρήσουμε να εξετάσουμε ποια είναι η εναλλακτική πολιτική που έπρεπε και πρέπει να αντιπαρατεθεί στην ρεφορμιστική πολιτική που χρεοκόπησε καταλήγοντας να στηρίζει μνημόνιο, χρειάζεται να δούμε και τη χρεοκοπία του οργανωτικού μοντέλου του ΣΥΡΙΖΑ.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, όλες οι πτέρυγες του ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλαν ως πρότυπο κομματικής δημοκρατίας τη συνύπαρξή τους κάτω από την ίδια στέγη. «Ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα» ήταν το σύνθημα που δικαιολογούσε τους συμβιβασμούς συνιστωσών που δήλωναν από ριζοσπάστες μέχρι επαναστάτες με την ηγετική ομάδα όπου κυριαρχούσαν στελέχη τύπου Παπαδημούλη, Σταθάκη και Δραγασάκη κάτω από τη «νεανική» προεδρία Τσίπρα.
Μάλιστα, οι αριστερές ομάδες που συμμετείχαν στον ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστατούσαν στις επιθέσεις κατά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για «σεχταρισμό» επειδή κρατούσε την ανεξάρτητη παρουσία της. Έλεγαν ότι η δική τους παρουσία μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ακούγονται και να ασκούν επιρροή οι αριστερές φωνές. Μέχρι πρόσφατα ακόμα, αυτές οι αυταπάτες ισχυρίζονταν ότι «η κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοεί το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ». Αντίθετα, από τη δική μας μεριά προειδοποιούσαμε ότι αυτό το μοντέλο «ειρηνικής συνύπαρξης» οδηγείται σε αποτυχία.9
Τώρα ξέρουμε πού κατέληξε αυτό το «πείραμα». Οι ίδιες οι ομάδες που ποτέ δεν αμφισβήτησαν την ηγεσία Τσίπρα, ούτε καν ασκώντας το δημοκρατικό δικαίωμα να προτείνουν εναλλακτική υποψηφιότητα για Πρόεδρο στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα αναγκάζονται να τον καταγγείλουν ως «πραξικοπηματία».
Αν έχεις εναλλακτική αριστερή πολιτική, χρειάζεσαι και ξεχωριστή αριστερή οργάνωση. Αλλιώς, περιορίζεσαι να υπηρετείς την πολυσυλλεκτική τακτική μιας ηγεσίας που έχει βάλει πλώρη για αλλού.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Αυτό είναι ένα συμπέρασμα που δεν αφορά μόνο το χτες του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το αύριο της Λαϊκής Ενότητας. Αλίμονο αν για άλλη μια φορά, στο όνομα των πιέσεων μιας αιφνιδιαστικής προεκλογικής καμπάνιας, η πολιτική συζήτηση υποκύψει στη γοητεία της «ενότητας μέσα στη διαφορετικότητα». Αυτός ο κίνδυνος είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός, καθώς η ηγετική ομάδα της Λαϊκής Ενότητας επαναλαμβάνει όχι μόνο πολλές από τις πολιτικές φόρμουλες του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την οργανωτική συνταγή του. Οι σύντροφοι της ΑΡΑΝ και της ΑΡΑΣ που επιλέγουν να αποχωρήσουν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να ενταχθούν στη Λαϊκή Ενότητα κλείνουν τα μάτια μπροστά σε αυτά τα προβλήματα.
Μήπως, όμως, η επιμονή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να θέτει τα πολιτικά και οργανωτικά ζητήματα καταλήγει σε σεχταριστική στάση όπως του ΚΚΕ;
Είναι γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ έχει ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό σε αυτόν τον τομέα. Η αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας από τον ΣΥΡΙΖΑ αποδεσμεύει χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες που είχαν στηρίξει το κόμμα του Τσίπρα το προηγούμενο διάστημα. Είναι η φυσιολογική συνέχεια μετά τη μαζική στροφή προς τα αριστερά που καταγράφηκε στο δημοψήφισμα με τη νίκη του ΟΧΙ και την οποία ο Τσίπρας αγνόησε επιδεικτικά. Η ηγεσία του ΚΚΕ κράτησε ίσες αποστάσεις ανάμεσα στο ΝΑΙ και στο ΟΧΙ, επιλέγοντας το άκυρο ή την αποχή. Με την επιλογή της αυτή, βρέθηκε σε μειονεκτική θέση απέναντι σε όλο τον κόσμο που έδωσε τη μάχη του ΟΧΙ. Και τώρα προσπαθεί να ανακάμψει καταγγέλλοντας την ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη προσωπικά.
Όμως, ο κόσμος του ΚΚΕ, που σε πολύ μεγάλη έκταση δεν ακολούθησε τη γραμμή του άκυρου και της αποχής στο δημοψήφισμα, αναρωτιέται γιατί η ηγεσία του κρατάει διαφορετική στάση σήμερα από αυτήν που είχε κρατήσει όταν το ΔΗΚΚΙ και ο Δ. Τσοβόλας έσπαγε από το ΠΑΣΟΚ. Ήταν μήπως το ΠΑΣΟΚ πιο αριστερό κόμμα από τον ΣΥΡΙΖΑ; Είχε ο Τσοβόλας να επιδείξει μια πορεία πιο αριστερή από του Λαφαζάνη; Οι απαντήσεις είναι προφανώς όχι. Κι όμως, τότε το ΚΚΕ είχε υποδεχθεί την εξέλιξη εκείνη ως αριστερή διάσπαση του ΠΑΣΟΚ και βγήκε ενισχυμένο από εκείνη την περίοδο. Στις ευρωεκλογές του 1999 είχε φτάσει στο 8,67% έστω κι αν το ΔΗΚΚΙ είχε πάρει ένα 6,85% και ο ΣΥΝ 5,16%. Η κάλπη είχε επιβεβαιώσει ότι υπήρχε ρεύμα προς τα αριστερά. Το θέμα ήταν πώς το αξιοποιούν οι ηγεσίες της Αριστεράς. Όλοι ξέρουμε τη συνέχεια.
Και σήμερα αυτό είναι το ζήτημα. Η κρίση και η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι καρπός της αριστερόστροφης δυναμικής μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία απέναντι στα αδιέξοδα μιας ρεφορμιστικής δύναμης που παίρνει την κυβέρνηση και συμβιβάζεται. Υπάρχει αντιμετώπιση που να αποφεύγει τα διπλά λάθη είτε της επανάληψης της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, είτε της σεχταριστικής καταγγελίας;
Αυτή είναι η πρόκληση που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για να τα καταφέρουμε, πρέπει να αξιοποιήσουμε την ιστορική εμπειρία αλλά και την πείρα χιλιάδων αγωνιστών από τις μάχες της σύγχρονης περιόδου.
Ιστορικά, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τι έγινε μετά την συνθηκολόγηση της Σοσιαλδημοκρατίας με τους πολεμοκάπηλους, πριν από 100 χρόνια. Εκείνος ο μεγάλος συμβιβασμός προκάλεσε διασπάσεις στα Σοσιαλιστικά κόμματα της Β΄Διεθνούς προς τα αριστερά και μια ανασύνταξη της Αριστεράς με τη συγκρότηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Γ΄Διεθνούς.
Εκείνη η ανασύνταξη δεν ήρθε αυτόματα. Χρειάστηκε η επαναστατική αριστερά να υιοθετήσει την τακτική του Ενιαίου Μετώπου για να κερδίσει τα κομμάτια που ταλαντεύονταν ανάμεσα στο ρεφορμισμό και την επαναστατική στρατηγική, ενώ παράλληλα ξεκαθάριζε απέναντι στις σεχταριστικές τάσεις που αναπτύσσονταν και τότε. Μπορείτε να διαβάσετε σε άλλες σελίδες αυτού του τεύχους του «Σοσιαλισμός από τα κάτω» τι σήμαινε αυτή η προσέγγιση στη Γερμανία, όπου το USPD είχε αποχωρήσει μαζικά από το SPD προς τα αριστερά, αλλά και στην Ιταλία με τα ξεκαθαρίσματα του Γκράμσι απέναντι στο σεχταρισμό του Μπορντίγκα. Μαζικά επαναστατικά κόμματα χτίστηκαν αξιοποιώντας τις αριστερές ρήξεις με το ρεφορμισμό, κρατώντας ενωτική στάση αλλά διατηρώντας την ανεξαρτησία τους χωρίς να πέφτουν σε δασκαλίστικη καταγγελιολογία.
Υπάρχει το υπόβαθρο για τέτοιες προσπάθειες σήμερα;
Η απάντηση είναι σίγουρα Ναι. Όχι μόνο γιατί ο καπιταλισμός βρίσκεται στην πιο μακρόσυρτη κρίση του από τη δεκαετία του 1930 και ο ελληνικός καπιταλισμός στα χειρότερά του. Ούτε μόνο γιατί η μαζική στροφή της εργατικής τάξης προς τα αριστερά βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο εδώ και δεκαετίες. Αλλά και γιατί υπάρχει ένα έμπειρο δυναμικό από πρωτοπόρους αγωνιστές και αγωνίστριες που κουβαλάει την πείρα από ανταρσίες ενάντια στις προδοσίες του ΠΑΣΟΚ παλιότερα και από τα όρια των παραδοσιακών ηγεσιών της Αριστεράς.
Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κεραυνός εν αιθρία για αγωνιστές με τέτοιες εμπειρίες, που όχι μόνο έχουν συμμετάσχει στις πανεργατικές απεργίες, στις καταλήψεις των πλατειών και στα αντιφασιστικά συλλαλητήρια των τελευταίων χρόνων, αλλά θυμούνται την πορεία των ηγεσιών και του ΚΚΕ και του Συνασπισμού όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Ένα σημαντικό τμήμα από αυτή την πολιτικοποίηση είναι ενταγμένο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η συσπείρωση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο για τη μάχη των εκλογών της 20 Σεπτέμβρη αλλά για τις μεγάλες συγκρούσεις που ακολουθούν μπορεί να είναι η αφετηρία για την ανασύνταξη μιας αριστεράς αντάξιας των μεγάλων προσδοκιών της τάξης μας και των μεγάλων οραμάτων των επαναστατικών παραδόσεων της.
Σημειώσεις
1. https://www.facebook.com/photo.php?fbid=10153370949225470&set=a.10151008378485470.477359.580435469&type=1&theater
2. Από το τελικό κείμενο «ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ & ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΟΥ «ΟΧΙ». Με μια νέα Λαϊκή Ενότητα, για την έξοδο από το Μνημονιακό ναρκοπέδιο» όπως παραδόθηκε στην αντιπροσωπεία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τον Γ.Τόλιο στις 27.08.2015
3. στο ίδιο
4. «Αναμφίβολα το νέο νόμισμα θα υποτιμηθεί στις διεθνείς αγορές, ίσως κατά 15-20% όταν θα φτάσει στη νέα θέση ισορροπίας. Η υποτίμηση θα δώσει ώθηση στην εγχώρια παραγωγή, στη βιομηχανία και στον αγροτικό τομέα. Οι εργαζόμενοι θα έχουν όφελος γιατί θα τονωθεί η απασχόληση. Από την άλλη θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στο εισόδημα των εργαζομένων και στο κόστος παραγωγής των μικρομεσαίων απαιτώντας κρατική παρέμβαση για τη στήριξή τους» Πηγή: Λαπαβίτσας: Είναι εφικτή η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα | iefimerida.grhttp://www.iefimerida.gr/news/223156/lapavitsas-einai-efikti-i-metavasi-...
5. http://tvxs.gr/news/ελλάδα/για-«υπεκφυγές»-κατηγορεί-το-κκε-ο-αλ-τσίπρας
6. http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view= article&id=21281:keimeno-ap-ko-syriza&catid=83: aristera&Itemid=200
7. http://kommon.gr/i/344-gia-tin-politiki-sygkrotisi-tou-oxi-tou-stathi-ko...
8. http://isj.org.uk/anti-politics-and-the-social-illusion-a-reply-to-tietz...
9. http://isj.org.uk/syriza-and-the-crisis/
“People inside Syriza are suddenly realising that they are not all the same, that portraying the peaceful coexistence of different currents, reformist and revolutionary and movementist, inside Syriza as a positive thing is very misleading. Now people are realising that the Tsipras leadership is a right reformist leadership and that is bringing up the question of shifting away from a strategy that is trying to blur these differences. This is the disadvantage actually of the Poulantzas strategy—it blurs the difference not just between revolution and reform, but also between left reformism and right reformism. These differences are now coming forcefully to the fore so we need to address all these issues quite urgently.”
Δημοσιεύθηκε στον Σοσιαλισμό από τα Κάτω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου