* αντικαπιταλιστική επαναστατική σελίδα * ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ ! * ΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΝ ΔΕΝ ΓΙΝΕΙ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ * ΟΙ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΧΑΣΟΥΝ ΤΙΠΟΤΑ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ ΤΟΥΣ * Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ * Για επικοινωνία : thanasis.ane@gmail.com

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ, ΤΟ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ / Ανακοίνωση της Κομμουνιστικής Επαναστατικής Δράσης


Με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου κλείνει μια ακόμα φάση της ιστορικής περιόδου που άνοιξε με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης και την κατάρρευση του κοινωνικού συμβολαίου. Μετά τους ορμητικούς αγώνες του ’10-’12, -αγώνες μαχητικοί και μαζικοί αλλά κυρίως οικονομικού περιεχομένου, χωρίς ούτε αποτελεσματικό κινηματικό σχέδιο ούτε κυρίως πολιτικό σχέδιο και προοπτική- ήρθε η φάση της οξυμένης εκλογικής πάλης που εξέφραζε από τη μία την ήττα στο δρόμο των αγώνων αλλά από την άλλη -έστω και “αναθετικά”- τη συνειδητοποίηση της ανάγκης πολιτικού διεξόδου. Με την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του ’12, η φάση αυτή χαρακτηρίστηκε από την μνημονιακή επέλαση του κράτους έκτακτης ανάγκης του Σαμαρά και την εισβολή της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό προσκήνιο και τους δρόμους.

Η άμυνα του κινήματος ήταν αναποτελεσματική, ο πολιτικός συσχετισμός μετατοπίστηκε δεξιά (μαζί και ο ΣΥΡΙΖΑ) ωστόσο η μαζική προσδοκία μιας εκλογικής νίκης συντηρήθηκε αμείωτη και έγινε πραγματικότητα στις εκλογές του Γενάρη. Οι εκλογές του Γενάρη άνοιξαν μια νέα φάση, “κυβέρνησης με κορμό την Αριστερά” και δοκιμασίας στην πράξη της αντιφατικής και αδιέξοδης ρεφορμιστικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ για μια “αμοιβαία επωφελή λύση”.

Ως ΚΕΔ, επιδιώξαμε το άνοιγμα αυτής της φάσης, με την ψήφο χωρίς αυταπάτες στο ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησε το προσωρινό μπλοκάρισμα της μνημονιακής επέλασης και την προσωρινή αποσταθεροποίηση του ασφυκτικού πλαισίου έκτακτης ανάγκης που είχε επιβληθεί από τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Η αντιφατική και αδιέξοδη στρατηγική και διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργούσε δυνατότητες για το κέρδισμα χώρου στον κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό για το κίνημα και την επαναστατική Αριστερά αν ήταν σε θέση να τις αξιοποιήσει.

Αποδείχτηκε στην πράξη ότι τόσο η “αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ” όσο και η “πέραν του ΣΥΡΙΖΑ” Αριστερά σε όλες της τις εκδοχές, παρά τις -όχι ασήμαντες- διαβαθμίσεις, δεν ήταν σε θέση να αξιοποιήσει την κατάσταση ενεργητικά, ήταν στην πραγματικότητα στην ουρά των εξελίξεων, αδυνατώντας να αναλύσει την κατάσταση και να αναλάβει πρωτοβουλίες. Αυτό ήταν και είναι συνδεδεμένο με τη συνολική φυσιογνωμία και τις αντιφάσεις των πολιτικών της φορέων, τις στρατηγικές και προγραμματικές τους προοπτικές, και τα αναλυτικά τους εργαλεία που καθόρισαν και τις τακτικές τους επιλογές.

Ο κύριος κορμός της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, το Αριστερό Ρεύμα, ήταν πλήρως προσηλωμένος και πιστός στη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να ανατρέψει τα μνημόνια με όχημα τον κοινοβουλευτικό δρόμο και την φαινομενική προγραμματική του “ευελιξία”. Στην πραγματικότητα η προγραμματική ασάφεια και οι αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ προοικονομούσαν το αδιέξοδο και την υποταγή. Άλλωστε και η ίδια η προγραμματική κατεύθυνση του Αριστερού Ρεύματος, της αυτοδύναμης εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης με άξονα τη δραχμή και τον “μετασχηματισμό του κράτους”, είναι επίσης μια αντιφατική και αδιέξοδη ρεφορμιστική στρατηγική.

Η ριζοσπαστική, “αντικαπιταλιστική” μειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν στρατηγικά προσδεδεμένη στο ΣΥΡΙΖΑ ως “όχημα” της κοινωνικής αλλαγής, ανήμπορη και απρόθυμη να αμφισβητήσει ευθέως και στην πράξη την προϊούσα συνειδητή υποταγή της ηγετικής ομάδας. Ποτέ δεν επιδίωξε να συγκροτηθεί ως μια “εναλλακτική” προγράμματος, τακτικής και ηγεσίας στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ, καθηλωμένη στα όρια που επέβαλλε η λογική της “αριστερής ανασύνθεσης”.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν καθηλωμένη σε μια ατέρμονη συζήτηση για το “μεταβατικό” πρόγραμμα, που δεν προσέγγιζε ποτέ την ουσία της έννοιας του μεταβατικού προγράμματος ως συμπύκνωσης της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής για την κατάληψη της εξουσίας, έχοντας αντιπαραθετικές στρατηγικές αναγνώσεις και τακτικές επιδιώξεις στο εσωτερικό της, κουκουλωμένες κάτω από μια επίπλαστη ενότητα σε “5 σημεία”. Αδυνατούσε συνεχώς να αντιληφθεί και να προσαρμοστεί στις αλλαγές φάσης της ταξικής πάλης, δεν αντιλήφθηκε ποτέ, επαρκώς, την πολιτική σημασία του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπόρεσε να αναπτύξει μια λειτουργική πολιτική και εκλογική τακτική απέναντί του, ανακυκλώνοντας συνεχώς μια εσωτερική κρίση και μια αδυναμία ανάληψης προωθητικών κινηματικών και πολιτικών πρωτοβουλιών.

Το ΚΚΕ, διατελώντας σε γεροντική “τριτοπεριοδική” υστερία, δεν συνειδητοποιούσε καν τη σημασία της όξυνσης των πολιτικών εξελίξεων, μη βλέποντας γύρω του τίποτε άλλο παρά “αναχώματα”, “οπορτουνιστές” και “αποπροσανατολισμένο κίνημα”.

Μικρότερες οργανωμένες δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς που στοιχειωδώς αντιλαμβάνονταν στον ένα ή τον άλλο βαθμό τη σημασία των εξελίξεων, αποδείχτηκαν αδύναμες (ημών ως ΚΕΔ συμπεριλαμβανομένων) υπό το βάρος του μεγέθους τους αλλά και άλλων αδυναμιών που ποικίλουν ανά περίπτωση, να παρέμβουν με ένα μαζικό και διακριτό τρόπο στις εξελίξεις.

Οι ποικίλες παθογένειες της “ριζοσπαστικής”, “αντικαπιταλιστικής”, “κομμουνιστικής” “επαναστατικής” Αριστεράς, αντανακλάστηκαν με χαρακτηριστικό τρόπο στην αδιαφορία ή και εχθρότητα με την οποία αντιμετώπισε η συντριπτική της πλειοψηφία την πιθανότητα διεξαγωγής δημοψηφίσματος, προτού τελικά αυτό ανακοινωθεί από τον Τσίπρα. Για το ΚΚΕ και τα “μ-λ”, το δημοψήφισμα θα ήταν ένα “αντιλαϊκό κόλπο” που θα εκβίαζε το λαό και θα “νομιμοποιούσε το μνημόνιο με τη λαϊκή ψήφο”, προεξοφλώντας έτσι και την ήττα σε ένα πιθανό δημοψήφισμα. Για τις περισσότερες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της λοιπής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς θα ήταν “αποπροσανατολιστικό” από τους αναγκαίους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες. Για την “αντικαπιταλιστική” Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν αποπροσανατολιστικό από την αναγκαία πάλη εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Όλες αυτές οι εκδοχές έχουν μια κοινή συνισταμένη. Καμία απ’ αυτές τις δυνάμεις δεν είχε μια εναλλακτική πρόταση που να ξεφεύγει από μια τακτική ώριμου φρούτου απέναντι στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο, παρά την αδυναμία της Αριστεράς εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ να εκμεταλλευτεί την περίοδο “κυβέρνησης της Αριστεράς”, παράγοντας πολιτικά και κινηματικά γεγονότα, το βάθος των αντιφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ στο έδαφος της οξυμένης κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, προκάλεσε ένα τεράστιο πολιτικό γεγονός. Το δημοψήφισμα. Ένα γεγονός που απέρριπταν με αδιαφορία ή και μετ’ επιτάσεως οι περισσότερες δυνάμεις της Αριστεράς προτού προκηρυχτεί, αδυνατώντας να προβλέψουν τη δυναμική που κυοφορούσε. Την ίδια αδυναμία πρόβλεψης είχε και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ όταν ανακοίνωσε το δημοψήφισμα ως μέσο για να συνεχίσει -έστω για λίγο ακόμα- να κάνει το βασικό πράγμα που ξέρει να κάνει ο ρεφορμισμός: να οπισθοχωρεί συνεχώς μπροστά στη μάχη και να αναβάλλει συνεχώς τη σύγκρουση, ωσότου τελικά υποταχθεί.

Το δημοψήφισμα δίχασε την κοινωνία με ταξικούς όρους πρωτόγνωρους στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία της χώρας. Ανέδειξε σε σημείο παροξυσμού την πολιτική κρίση της αστικής τάξης και την αδυναμία της να πείσει με το καλό ή με κραυγές και απειλές το δικό μας ταξικό στρατόπεδο να υποταχθεί οικειοθελώς. Η γκροτέσκα αλλά -καθόλα σοβαρή στην ουσία της- υστερία της μπροστά στην πρόκληση της “πλέμπας” ότι μπορεί και να αποφασίσει αλλιώς από την προσταγή της, ανέδειξε την αδυναμία της αλλά ταυτόχρονα και την λυσσασμένη και ταξικά συνειδητή τηςαποφασιστικότητα να υπερασπιστεί την κυριαρχία της.

Το δημοψήφισμα ταυτόχρονα ανέδειξε την -παρά τις ήττες και τις αυταπάτες-ζωντανή διάθεση αντίστασης και μάχης του δικού μας ταξικού στρατοπέδου αλλά και την απουσία ενός συγκροτημένου σχεδίου και ηγεσίας, νικηφόρων πολιτικών, προοπτικών και συνθημάτων. Την αδυναμία οργάνωσης και έκφρασης με τρόπους πιο μαχητικούς και αποτελεσματικούς από τις συγκεντρώσεις του ΟΧΙ, που ήταν μεγαλειώδεις αλλά χωρίς περαιτέρω εσωτερική οργάνωση και χωρίς άλλα μέσα έκφρασης πέρα από τα βροντόφωνα επαναλαμβανόμενα ΟΧΙ και τα τραγούδια παλιότερων μαχών.

Το δημοψήφισμα αποτέλεσε και ένα “κόσκινο” για την Αριστερά. Φανέρωσε την εκκωφαντική χρεωκοπία του ΚΚΕ και των “μ-λ” ως πολιτικών υποκειμένων. Φανέρωσε ωστόσο και τις ζωογόνες δυνάμεις που ενυπάρχουν στο πολυποίκιλο δυναμικό που de facto συγκρότησε την προεκλογική εβδομάδα μια μαχητική δύναμη που (αυτό)πολιτογραφήθηκε ως “ΟΧΙ μέχρι τέλους”.

Αυτό το ρεύμα παρότι ανομοιογενές και με πολλές αδυναμίες, είναι υπαρκτό. Ωστόσο συνολικά πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι “κίνημα του ΟΧΙ” δεν υπάρχει ως τέτοιο. Υπήρξε εμβρυακά την προεκλογική βδομάδα του δημοψηφίσματος. Ήταν -φυσιολογικά- ανομοιογενές. Το “ΟΧΙ μέχρι τέλους” ήταν όντως η πιο ριζοσπαστική του έκφραση. Αλλά ως “όλον” το εμβρυακό αυτό “κίνημα του ΟΧΙ” κατέρρευσε μαζί με την ηγεσία του και το πρόγραμμα της. Και η ηγεσία ήταν ο Τσίπρας και η ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, με το πρόγραμμα της “αμοιβαία επωφελούς λύσης”.

Το ΚΚΕ και άλλοι που απείχαν από την κορυφαία μάχη του δημοψηφίσματος, προσπαθούν να εμφανιστούν δικαιωμένοι καθώς υποτίθεται ότι αυτοί “μας τα λεγαν” και απείχαν “για να μην τροφοδοτήσουν τις αυταπάτες”.

Οι αυταπάτες όμως μπορούν να ξεπεραστούν μόνο αν δοκιμαστούν στην πράξη και στο βαθμό που χτίζεται μια άλλη εναλλακτική λύση. Μόνο έτσι προχωράει η συνείδηση. Αλλιώς αυτό που θα επικρατήσει θα είναι η αποστράτευση και η απογοήτευση.

Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τη μάχη του δημοψηφίσματος και το ΚΚΕ αλλά και για τις εκλογές του Γενάρη και όσους επιχειρούν να δικαιωθούν που απείχαν απ’ τη μάχη για την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.

Μετά από κάθε μάχη, είτε λήγει με ήττα είτε με νίκη, το σημείο εκκίνησης είναι διαφορετικό. Η σημερινή κατάσταση ήττας και απογοήτευσης είναι αποτέλεσμα της διάψευσης των αυταπατών που δεν συνοδεύτηκε από μια ορατή και συγκεκριμένη εναλλακτική λύση. Ακόμα και οι αγωνιστές που βρέθηκαν στην κινηματική πρωτοπορία και εξακολουθούν να είναι μάχιμοι, είναι ωστόσο πιο ψυλλιασμένοι και απαιτητικοί. Η οικοδόμηση μιας τέτοιας εναλλακτικής μετά την ήττα οφείλει να εκκινά από την συνειδητοποίηση της ήττας και την εξαγωγή συμπερασμάτων απ’ αυτή. Αυτοκριτικό ακόνισμα των ιδεολογικών και πολιτικών όπλων, προγραμματικό βάθεμα, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία εν όψει του νέου μετεκλογικού γύρου μνημονιακής επίθεσης, οικοδόμηση εναλλακτικής επαναστατικής προγραμματικής, πολιτικής πρότασης, κινήματος και ηγεσίας.

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και η συγκρότηση της ΛΑΕ είναι μια θετική εξέλιξη στο βαθμό που αντανακλά τη διάθεση αντίστασης και μάχης ενός πρωτοπόρου αγωνιστικού δυναμικού. Ο τρόπος ωστόσο που συγκροτείται και πορεύεται η Λαϊκή Ενότητα, ως “ΣΥΡΙΖΑ νο2”, με προμετωπίδα τις ρεφορμιστικές φαντασιώσεις για “αυτοδύναμη εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση και ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του κράτους” δεν είναι παρά ξαναζέσταμα ρεφορμιστικών αυταπατών για μια άλλου τύπου (και άλλου νομίσματος) “αμοιβαία επωφελή λύση”.

Οι ρεφορμιστικές αυταπάτες είναι αναγκαίο να δοκιμαστούν στην πράξη για να ξεπεραστούν εφόσον έχουν καταφέρει να κυριεύσουν πλατιές αγωνιζόμενες μάζες. Άλλα οι επαναστάτες οφείλουν να τις πολεμούν ιδεολογικά ακόμα και τότε. Πολύ περισσότερο δεν έχουν κυριεύσει ακόμα κανέναν, παρά μόνο τους φορείς τους και μια μικρή ζώνη επιρροής γύρω τους. Πολύ περισσότερο όταν οι φορείς τους αποφεύγουν συστηματικά να αναγνωρίσουν τις δικές τους πολιτικές ευθύνες για το τρίτο μνημόνιο ή όταν προσπαθούν να μας πείσουν ότι “η Αριστερή Πλατφόρμα επιβεβαίωσε τις προσδοκίες μεγάλου τμήματος του κόσμου της Αριστεράς, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της μέχρι τέλους” όπως κάνουν οι σύντροφοι του Κόκκινου Δικτύου.

Ομοίως δεν μας χρειάζεται ένας νέος γύρος “αντικαπιταλισμού” του μέσου όρου, απολίτικου κινηματισμού ή αδιέξοδου σεχταρισμού και συνεχούς εσωτερικής κρίσης, που χαρακτήρισαν εν πολλοίς τη δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και επανήλθαν επ’ αφορμής της ίδρυσης της Λαϊκής Ενότητας.

Οι δυνάμεις της ΛΑΕ -αλλά και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ- όσο πολιτεύονται με τη λογική ότι το “ΟΧΙ δεν ηττήθηκε – συνεχίζουμε”, δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία στο κίνημα και την υπόθεση της “ρήξης”. Επαναλαμβάνουν με διαφορετικό τρόπο την πολιτική μιας “νοσταλγικής” Αριστεράς που συνεχώς αναζήτα να επανέλθει σε μια πρότερη κατάσταση, των καλύτερων συσχετισμών ή πριν μια ήττα, σε αναλογία με τον τρόπο που η Αριστερά στην περίοδο των αρχών της κρίσης και των οικονομικών αγώνων, ουσιαστικά αναπολούσε το χαμένο κοινωνικό συμβόλαιο. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην 5η Ιούλη, ούτε στις 25 Γενάρη του ’15, ούτε στις 12 Φλεβάρη του ’12.

Στις εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη, η αστική τάξη επιχειρεί να βρει ένα νέο σημείο ισορροπίας για το πολιτικό της σύστημα. με αντικειμενικό υπόβαθρο τη νίκη που σημείωσε με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και άξονα τον υποταγμένο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Το σημείο αυτό ισορροπίας ωστόσο εγκυμονεί νέα αποσταθεροποίησηκαι μάλιστα σύντομα.

Η απεγνωσμένη απόπειρα του ξεπουπουλιασμένου ΣΥΡΙΖΑ, με την προκήρυξη των εκλογών, να διατηρηθεί ως εκφραστής των υποτελών τάξεων στο πολιτικό προσκήνιο, στα πλαίσια αυτή τη φορά μιας μνημονιακής “αμοιβαία επωφελούς λύσης”, με την έωλη υπόσχεση μιας πιο “ανθρώπινης διαχείρισης” του μνημονίου, είναι καταδικασμένη, λιγότερο ή περισσότερο γρήγορα, σε απαξίωση τόσο στα μάτια των κυρίαρχων όσο και των από κάτω. Με την οικονομική και κοινωνική κρίση να συνεχίζεται αμείωτη, η αστική τάξη δεν έχει κανένα περιθώριο άλλης διαχείρισης των πραγμάτων πέρα από την μνημονιακή εξόντωση των υποτελών τάξεων στο πλαίσιο όλο και αντιδραστικότερων μορφών επιβολής ενός κράτους έκτακτης ανάγκης.

Οι ριζοσπαστικές ανασυγκροτήσεις και οι κινηματικές επανεξορμήσεις, όπως άλλωστε και οι επαναστάσεις, δεν γίνονται με εκλογές. Ενίοτε ωστόσο -και ειδικά σε περιόδους κρίσης- από τα αποτελέσματα της κάλπης, την διάταξη των κοινοβουλευτικών εδρών ή και την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, μπορούν να διαμορφωθούν λιγότερο ή περισσότερο ευνοϊκοί συσχετισμοί για την επαναστατική πάλη.

Η αποχή από τις εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη – ή το λευκό και το άκυρο- δεν είναι λύση.
Αντίθετα θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο και χρήσιμο, με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα των εκλογών, να ενισχυθούν εκλογικά οι κοινωνικά αναγνωρίσιμες δυνάμεις της Αριστεράς που έδωσαν τη μάχη του δημοψηφίσματος και εκπροσωπούν σ’ αυτές τις εκλογές τη διάθεση αντίστασης και μάχης του κόσμου της κινηματικής και πολιτικής πρωτοπορίας, κόντρα στο 3ο μνημόνιο, κόντρα στην αστική τάξη και την κυριαρχία της.

Στην κάλπη της 20ης Σεπτέμβρη καλούμε σε υπερψήφιση των ψηφοδελτίων

της Λαϊκής Ενότητας και της εκλογικής συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΕΕΚ.

Τα ουσιαστικά καθήκοντα αρχίζουν μετά τις εκλογές. Σκληρή αντιπαράθεση με την επόμενη κυβέρνηση, καμία αυταπάτη για τις αναίμακτες και “χαρά γεμάτες” λύσεις της Αριστεράς της αυτοδύναμης εθνικής ανάπτυξης, της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της τόνωσης των εξαγωγών ή της Αριστεράς των “αντικαπιταλιστικών προγραμμάτων” που αδυνατεί να αντιληφθεί ότι “μεταβατικό πρόγραμμα” δεν είναι κάποια προπαγανδιστικά “μπουλετάκια” για πάσα νόσο, αλλά η σύνοψη των στρατηγικών και των τακτικών για μια επαναστατική περίοδο, στη βάση ιστορικών εμπειριών και διδαγμάτων αλλά και ανάλυσης της ζωντανής πραγματικότητας της σύγχρονης ταξικής πάλης. Στρατηγικών και τακτικών που “ξεκινούν από τις σημερινές συνθήκες και από τη σημερινή συνείδηση των πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης, και οδηγούν αμετάτρεπτα στο μοναδικό τελικό σκοπό: την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο”.

Καμία αντιμνημονιακή ή αντικαπιταλιστική λύση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αμφισβήτηση και την επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας.

Όποιος θέλει να ζήσει ας πολεμήσει.

Κανείς δεν μπορεί να πολεμήσει μόνος του.

Αλλά όποιος θέλει να πολεμήσει για να νικήσει, πρέπει να οργανωθεί και να δράσει επαναστατικά, κομμουνιστικά, διεθνιστικά.

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου