Δεν θέλουμε, δεν θελήσαμε ποτέ, να ξεπέσουμε στη λατρεία των «μεγάλων ανδρών», του «σεβάσμιου προσώπου», έστω κι αν ήταν αναρχικοί… Αλλά νομίζουμε ότι και η αντίθετη υπερβολή είναι επίσης γελοία, γιατί δεν θα δίναμε το λόγο στους παλιούς συντρόφους, όταν αυτό που έχουν πει εξακολουθεί νάναι σαφές κι επίκαιρο;
Για το εκλογικό πρόβλημα και τους «σοβαρούς λόγους» – πάντα ανακαλύπτονται τέτοιοι – που θα μπορούσαν να προβληθούν από ενδεχόμενους συντρόφους «εκλογιστές», βρίσκουμε τη θέση του Ερρίκο Μαλατέστα («Πενσιέρο ε Βολοντά», αρ. 10, 15 Μαΐου 1924), πιο ορθή, πιο επίκαιρη, παρά ποτέ. Και την υιοθετούμε. Ν.Ρ.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αυθεντία που να αποκτά ή να χάνει το δικαίωμα να αποκαλείται αναρχικός, είμαστε αναγκασμένοι, από καιρό σε καιρό, να σημειώνουμε την εμφάνιση κάποιου ο οποίος στράφηκε στον κοινοβουλευτισμό και που συνεχίζει, τουλάχιστον για ένα διάστημα, να δηλώνει ότι είναι αναρχικός.
Δεν βρίσκουμε τίποτε το κακό, ούτε το ατιμωτικό, στο ν’ αλλάζει κανείς γνώμη, όταν τον έχουν ωθήσει σ’ αυτή την αλλαγή νέες και ειλικρινείς πεποιθήσεις και όχι το προσωπικό συμφέρον· θα θέλαμε, ωστόσο, να δηλώνει κανείς ελεύθερα αυτό που έγινε και αυτό που έπαψε να είναι, για να αποφεύγονται άχρηστες συζητήσεις. Πιθανόν, όμως, κάτι τέτοιο να μην είναι δυνατό, γιατί αυτός που αλλάζει ιδέες δεν ξέρει, συνήθως, πού θα καταλήξει. Έπειτα, αυτό που μας συμβαίνει, συμβαίνει, σε μια μάλλον μεγαλύτερη αναλογία, σ’ όλα τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα. Οι σοσιαλιστές, π.χ., αναγκάστηκαν να υποστούν τους σοσιαλιστές εκμεταλλευτές και τους πολιτικάντηδες κάθε είδους που αυτοαποκαλούνταν σοσιαλιστές· κι οι ρεπουμπλικάνοι, είναι κι αυτοί αναγκασμένοι σήμερα να υποστηρίζουν ότι ορισμένοι, που πουλήθηκαν στο κυρίαρχο κόμμα, σφετερίζονται το ίδιο το όνομα του Ματσίνι. Ευτυχώς, η πλάνη δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ. Πολύ σύντομα η λογική των ιδεών κι η ανάγκη της δράσης ωθούν τους υποτιθέμενους αναρχικούς ν’ αρνηθούν αυθόρμητα το όνομά τους και να πάρουν τη θέση που τους ταιριάζει. Οι εκλογιστές αναρχικοί, που εμφανίστηκαν σε πολλές περιπτώσεις, έχουν όλοι, λίγο-πολύ, εγκαταλείψει τον αναρχισμό, όπως ακριβώς και οι δικτατορικοί, οι μπολεβικίζοντες αναρχικοί, έγιναν πολύ γρήγορα αυστηροί μπολσεβίκοι που τέθηκαν στην υπηρεσία της ρωσικής Κυβέρνησης και των εκπροσώπων της.
Το φαινόμενο αναπαράχθηκε στη Γαλλία με την ευκαιρία των εκλογών των τελευταίων ημερών. Το πρόσχημα είναι η αμνηστία. «Χιλιάδες θύματα σαπίζουν στις φυλακές και στα κάτεργα – μια κυβέρνηση της αριστεράς θα τους αμνηστεύσει – το καθήκον όλων των επαναστατών, όλων των ανθρώπων που έχουν καρδιά, είναι να κάνουν ό,τι μπορούν, ώστε από τις κάλπες να βγουν τα ονόματα των πολιτικών ανδρών από τους οποίους περιμένουμε ότι θα δώσουν την αμνηστία». Να η τάση που έχει υπερισχύσει στη λογική των προσήλυτων.
«Ας είναι προσεκτικοί οι Γάλλοι σύντροφοι.
Στην Ιταλία δημιουργήθηκε κάποια αναταραχή για τον Τσιπριάνι, ένα φυλακισμένο, που χρησίμευσε σαν πρόσχημα στον Αντρέα Κόστα, για να παρασύρει τους αναρχικούς της Ρωμανίας στις κάλπες και ν’ αρχίσει έτσι να εκφυλίζεται το επαναστατικό κίνημα πούχε δημιουργηθεί από την πρώτη Διεθνή και να καταλήξει στο να καταστήσει το σοσιαλισμό ένα μέσο διασκέδασης των μαζών και εξασφάλισης της ησυχίας της μοναρχίας και της αστικής τάξης.
Στην πραγματικότητα όμως οι Γάλλοι δεν έχουν ανάγκη ν’ ανατρέξουν στα ιταλικά παραδείγματα, αφού στην Ιστορία τους υπάρχουν πολλά κι αρκετά ξεκάθαρα.
Στη Γαλλία, ακόμα, όπως και σ’ όλες τις λατινικές χώρες, ο σοσιαλισμός ξεκίνησε αν όχι σαν αναρχικός, τουλάχιστον σαν αντικοινοβουλευτικός – κα στη γαλλική επαναστατική βιβλιογραφία της πρώτης δεκαετίας μετά την Κομμούνα αφθονούν σε εύγλωττες σελίδες, γραμμένες με την πέννα του Γκεσντ και του Μπρους, μεταξύ άλλων, ενάντια στο ψεύδος της καθολικής ψηφοφορίας και στην εκλογική και κοινοβουλευτική κωμωδία.
«Έτσι, όπως ο Κόστα στην Ιταλία, οι Γκεσντ, οι Μασσάρ, οι Ντεβίλ κι αργότερα ο ίδιος ο Μπρους, καταλήφθηκαν από δίψα για εξουσία, κι ίσως από την επιθυμία συμφιλίωσης της επαναστατικής φήμης με την ήρεμη ζωή και τα μικρά και μεγάλα πλεονεκτήματα που αντλεί εκείνος πού μπαίνει στην επίσημη πολιτική ζωή, ακόμα και σαν αντιπολιτευόμενος. Και τότε άρχισε μια ολόκληρη σκευωρία για ν’ αλλάξει η κατεύθυνση του κινήματος και να δεχθούν οι σύντροφοι την εκλογική τακτική. Η συναισθηματική νότα βοήθησε επίσης αρκετά σ’ αυτή τη στιγμή: «Ήθελαν αμνηστία για τους κομμουνάρους, έπρεπε ν’ απελευθερώσουν το γέρο-Μπλανκί που πέθαινε στη φυλακή … και με καμιά εκατοστή προσχήματα, με καμιά εκατοστή επινοήματα, για να κατανικήσουν την απέχθεια, που οι ίδιοι οι λιποτάκτες είχαν βοηθήσει να δημιουργηθεί στους εργαζόμενους ενάντια στις εκλογές, και που τρεφόταν με τη ζωντανή ακόμη ανάμνηση του Ναπολεόντειου δημοψηφίσματος και των σφαγών που είχαν γίνει τον Ιούνη του 1848 και το Μάη του 1871 εξαιτίας της θέλησης των συνελεύσεων που είχαν αναδειχτεί με την καθολική ψηφοφορία. Έλεγαν ότι έπρεπε να ψηφίσουν για να ληφθούν υπόψη, αλλά ότι θα ψήφιζαν υπέρ εκείνων, που δεν μπορούσαν να εκλεγούν, για τους κατάδικους ή για τις γυναίκες ή για τους νεκρούς· άλλοι πρότειναν να ρίξουν λευκό ή να γράψουν στο ψηφοδέλτιο κάποιο επαναστατικό σύνθημα· άλλοι ήθελαν να παραδώσουν οι υποψήφιοι στα χέρια των εφορευτικών επιτροπών τις επιστολές παραίτησής τους, για την περίπτωση που θα εκλέγονταν… Και κατόπιν, όταν το φρούτο ωρίμασε, όταν, δηλαδή, οι άνθρωποι πείστηκαν να ψηφίσουν, θέλησαν να παίξουν στα σοβαρά το ρόλο των υποψήφιων και των βουλευτών: άφησαν τους κατάδικους να σαπίσουν στις φυλακές, αρνήθηκαν τον κοινοβουλευτισμό, αναθεμάτισαν τον αναρχισμό· κι υστέρα από χίλιους δισταγμούς, ο Γκεσντ κατέληξε υπουργός στην κυβέρνηση της «Ιερής «Ένωσης». Ό Ντεβίλ έγινε πρεσβευτής της αστικής Δημοκρατίας και ο Μασσάρ, νομίζω, κάτι ακόμα χειρότερο.
Δεν θέλουμε ν’ αμφισβητήσουμε, προκαταβολικά, την καλή πίστη των νεοφώτιστων, ακόμα περισσότερο αφού ανάμεσά τους υπάρχουν περισσότεροι από ένας, με τους οποίους συνδεόμαστε με προσωπική φιλία. Γενικά, αυτές οι εξελίξεις – ή, αν θέλετε, μεταλλάξεις – αρχίζουν πάντοτε καλόπιστα, κι ύστερα η λογική ωθεί, η φιλαυτία υπεισέρχεται, η φιλοδοξία υπερισχύει… και γίνεται κανείς αυτό που προηγούμενα συχαινόταν.
Ίσως, στην περίπτωση αυτή, να μη συμβεί τίποτε απ’ ό,τι φοβόμαστε, γιατί οι νεοφώτιστοι είναι πολύ λίγοι κι είναι πολύ μικρή η πιθανότητα να συναινέσει κάποιος από το αναρχικό στρατόπεδο, κι αυτοί οι σύντροφοι ή πρώην σύντροφοι θα σκεφτούν καλύτερα ή θ’ αναγνωρίσουν το λάθος τους. Η νέα κυβέρνηση που θα εγκατασταθεί στη Γαλλία, ύστερα από τον εκλογικό θρίαμβο του συνασπισμού της αριστεράς, θα τους βοηθήσει να πειστούν ότι οι διαφορές της με την προηγούμενη κυβέρνηση είναι μηδαμινές, γιατί δε θα κάνει τίποτα καλό — ούτε καν την αμνηστία – αν δεν της το επιβάλει ή μάζα με τη δράση της. Εμείς θα προσπαθήσουμε, απ’ τη δική μας οπτική γωνία, να τους βοηθήσουμε να δουν το σωστό, με μια παρατήρηση που, κατά τ’ άλλα, δεν θα πρέπει νάναι καινούργια, για εκείνον που έχει κιόλας αποδεχτεί την αναρχική τακτική.
Είναι άχρηστο το νάρθω και να σας πω, όπως το κάνουν αυτοί οι καλοί φίλοι, ότι λίγη ελευθερία αξίζει περισσότερο από την απεριόριστη και αχαλίνωτη κτηνώδη τυραννία, ότι ένα λογικό ωράριο εργασίας, ένας μισθός που επιτρέπει να ζούμε λίγο καλύτερα από τα ζώα, η προστασία των γυναικών και των παιδιών, είναι προτιμότερα από την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας μέχρι την πλήρη εξάντληση του εργαζόμενου, ότι το Κρατικό σχολείο, όσο άσχημο κι αν είναι, είναι πάντα καλύτερο από την υπόψη της ηθικής Ανάπτυξης του παιδιού, από εκείνο που διευθύνεται από τους παπάδες και τους καλόγερους… Ευχαρίστως, συμφωνούμε· κι επίσης συμφωνούμε ότι μπορεί να υπάρχουν περιστάσεις μέσα στις οποίες το αποτέλεσμα των εκλογών σ’ ένα Κράτος ή μια κοινότητα μπορεί να έχει καλές ή κακές συνέπειες κι ότι το αποτέλεσμα αυτό θα μπορούσε να καθοριστεί με την ψήφο των αναρχικών αν οι δυνάμεις των αντίπαλων κομμάτων ήταν περίπου ίδιες.
Συνήθως, εδώ, πρόκειται για μια πλάνη· οι εκλογές, όταν είναι κάπως ελεύθερες, δεν αξίζουν παρά μόνο όσο ένα σύμβολο: δείχνουν την κατάσταση της κοινής γνώμης, γνώμης πού δε θα επιβαλλόταν με μέσα πιο αποτελεσματικά και με μεγαλύτερα αποτελέσματα, αν δεν της προσφερόταν η υπεκφυγή που αποτελούν οι εκλογές. Αυτό, όμως, δεν είναι σημαντικό: ακόμα κι αν ορισμένα μικρά βήματα προς τα μπρος υπήρξαν η άμεση συνέπεια κάποιας εκλογικής νίκης, οι αναρχικοί δεν θάπρεπε να πάνε στις κάλπες, ούτε να σταματήσουν να προπαγανδίζουν τις αγωνιστικές τους μεθόδους.
Αφού δεν είναι δυνατό να κάνει κανείς τα πάντα μέσα στον κόσμο, πρέπει κανείς να διαλέγει το πώς θα κινηθεί.
Υπάρχει πάντοτε κάποια αντίφαση ανάμεσα στις μικροβελτιώσεις, στην ικανοποίηση των αμέσων αναγκών, και στην πάλη για μια κοινωνία πραγματικέ καλύτερη απ’ αυτή που υπάρχει.
Εκείνος που θέλει ν’ αφοσιωθεί στην κατασκευή ουρητηρίων και συντριβανιών, όπου αυτά είναι αναγκαία, που θέλει ν’ αναλωθεί για να πετύχει την κατασκευή ενός δρόμου ή την ανέγερση ενός δημοτικού σχολείου, ή την ψήφιση οποιουδήποτε νόμου για την προστασία της εργασίας, ή την απόλυση κάποιου κτηνώδους αστυνομικού, ίσως θα κάνει καλά να χρησιμοποιήσει το εκλογικό του βιβλιάριο, υποσχόμενος την ψήφο του σ’ αυτόν ή στον άλλο ισχυρό. Τότε, όμως — μια και θέλει νάναι «προσεκτικός», πρέπει νάναι ώς την τελευταία συνέπεια του πράγματος – τότε, αντί να περιμένει το θρίαμβο του κόμματος της αντιπολίτευσης, θα ήταν καλύτερα να ψηφίζει το κόμμα με τις περισσότερες πιθανότητες, να κολακεύει το κυρίαρχο κόμμα, να υπηρετεί την υπάρχουσα κυβέρνηση, να γίνεται πράκτορας του νομάρχη ή του δήμαρχου της κάθε περιόδου. Και, πράγματι, Ο νεοφώτιστος για τον οποίο μιλάμε, δεν είχε την πρόθεση να ψηφίσει το πιο προοδευτικό κόμμα, αλλά εκείνο που ήταν πιθανότερο να εκλεγεί: το συνασπισμό της αριστεράς.
Μα, τότε, πού θα φτάσουμε;
Αναμφισβήτητα, οι αναρχικοί έχουν διαπράξει χιλιάδες σφάλματα, έχουν πει εκατοντάδες ανοησίες, έμειναν, όμως, πάντοτε αγνοί και παραμένουν το κατ’ εξοχήν επαναστατικό κόμμα, το κόμμα του μέλλοντος, γιατί έχουν μάθει ν’ αντιστέκονται στις εκλογικές σειρήνες.
Θα είμασταν, πράγματι, ασυγχώρητοι, αν αφήναμε να παρασυρθούμε στη δίνη, τη στιγμή που η ώρα μας πλησιάζει με γοργό βήμα.
Μαλατέστα
* Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων με τίτλο «Οι αναρχικοί και οι εκλογές», Εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», Αθήνα 1981, σε μετάφραση Βασίλη Καραπλή, σελ. 37-40.
Αναδημοσίευση από : ngnm.vrahokipos.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου