«Δεν μας τρομάζει η ιδέα να παραλάβουμε μια χώρα γεμάτη ερείπια. Πάντοτε σε τρώγλες ζούσαμε άλλωστε, θα αντέξουμε για λίγο καιρό ακόμη. Μην ξεχνάτε όμως, ότι οι εργάτες ξέρουμε και να χτίζουμε. Εμείς φτιάξαμε όλα τα παλάτια και τα μέγαρα, εδώ, στην Αμερική και παντού, και θα τα ξαναφτιάξουμε ακόμα πιο όμορφα. Γιατί εμείς θα κληρονομήσουμε τη Γη, μην έχετε καμία αμφιβολία για αυτό.
Η αστική τάξη ας γκρεμίσει λοιπόν τον κόσμο της, πριν αποχωρήσει από το προσκήνιο της ιστορίας.
Εμείς κουβαλάμε έναν καινούριο κόσμο, εδώ, στις καρδιές μας. Κι ο κόσμος αυτός μεγαλώνει κάθε στιγμή. Μεγαλώνει και τούτη τη στιγμή ακόμα που σας μιλάω»
Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι
Εδώ και πέντε περίπου χρόνια, η πολιτική και οικονομική ελίτ που διαφεντεύει τη χώρα έχει διαμορφώσει μια ολοκληρωτικά ασφυκτική συνθήκη ζωής για εκατομμύρια ανθρώπους, οι οποίοι βιώνουν με τον πιο ωμό τρόπο τα αποτελέσματα της συνολικής κρίσης του συστήματος. Η απρόσκοπτη λεηλασία των κοινωνικών αγαθών και κεκτημένων εντείνεται διαρκώς. Επίσης, η εκτόξευση της ανεργίας σε τεράστια ύψη, οι διαρκείς περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, η διάλυση της υγείας και της παιδείας, οι μεθοδεύσεις για ποινικοποίηση του συνδικαλισμού είναι μερικά από τα βασικότερα στοιχεία της ταξικής επίθεσης που βρίσκεται σε εξέλιξη και είναι πλέον ολοφάνερο πως αν δεν αποκρουστεί άμεσα, τότε θα συμπαρασύρει τα πάντα στο καταστροφικό πέρασμά της. Μέσα στην ίδια συνθήκη, εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, δεν διαθέτουν τα στοιχειώδη αγαθά για την επιβίωση (όπως στέγη, τροφή, θέρμανση και ρεύμα), ενώ κάποιοι, βυθισμένοι στην απελπισία και την απόγνωση που γεννά η εξαθλίωση, οδηγούνται μέχρι και στην αυτοκτονία.
Παράλληλα, το πολιτικό και οικονομικό σύστημα, έχοντας αντιληφθεί πως πνέει τα λοίσθια, οχυρώνεται διαρκώς, δημιουργώντας καινούργιες άμυνες απέναντι στις αναμενόμενες κοινωνικές εκρήξεις που γεννά η κυβερνητική πολιτική σε συνεργασία με τους υπερεθνικούς μηχανισμούς που την ελέγχουν (Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Η χρεοκοπία του έγκειται στο ότι δεν ενδιαφέρεται πια για την απόσπαση με οποιοδήποτε τρόπο της κοινωνικής συναίνεσης για την προώθηση των σχεδιασμών του, αλλά αρκείται στην βίαιη επιβολή τους στο κοινωνικό πεδίο, ενώ δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ακόμα και τις πιο βάναυσες και εγκληματικές πρακτικές απέναντι σε όσους αντιστέκονται και επιχειρούν να ορθώσουν αναχώματα στους σχεδιασμούς αυτούς. Η εγκαθίδρυση καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στην κοινωνία, καθεστώτος εξαίρεσης για όσους περισσεύουν από τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα που επικρατεί μέσω της δημιουργίας στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους μετανάστες-εργάτες και του εξοβελισμού από την κοινωνική ζωή πληθυσμιακών ομάδων όπως οι τοξικοεξαρτημένοι, οι οροθετικές γυναίκες και οι άστεγοι, αλλά και το δόγμα μηδενικής ανοχής απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή και εστία αντίστασης και αγώνα δημιουργείται, είναι είναι η κατασταλτική στρατηγική που εφαρμόζεται εδώ και αρκετό καιρό και που συνθέτει το σκηνικό εντός του οποίου επελαύνει ο σύγχρονος κρατικός ολοκληρωτισμός.
Ειδικά όσον αφορά τους πολιτικούς του αντιπάλους, το κράτος, όντας σε μια ξεκάθαρη στάση ρεβανσισμού, επιχειρεί να εντάξει σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρίας όσους αγωνιστές πέφτουν στα χέρια του προωθώντας την κοινωνική τους απομόνωση, την ιδεολογική τους κατασυκοφάντηση, την πολιτική τους στοχοποίηση, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και τη φυσική τους εξόντωση. Η δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας τύπου Γ και η θεσμοθέτηση ειδικών συνθηκών κράτησης για τους πολιτικούς κρατούμενους και για όσους βαφτίζονται ως “επικίνδυνοι για το καθεστώς” και “τρομοκράτες” αποτελούν βασικό πυλώνα της σύγχρονης κρατικής στρατηγικής για την εξουδετέρωση των έγκλειστων πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος και για την πειθάρχηση και την υποταγή, μέσω του εκφοβισμού, του συνολικού πληθυσμού των φυλακών. Σε συνδυασμό δε με τη συνολικότερη αναβάθμιση του νομικού και κατασταλτικού του οπλοστασίου που διογκώνει το μέγεθος του ελέγχου και της καταστολής όσων αντιστέκονται, είναι ξεκάθαρο ότι στρώνεται σταδιακά το έδαφος για την ολοκληρωτική αναμέτρηση και συντριβή της πολιτικής, κοινωνικής και ταξικής αντίστασης των εκμεταλλευομένων και καταπιεζόμενων απέναντι στη βία του καθεστώτος. Το χτύπημα απεργιών, διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων, η στρατιωτική κατοχή και η δίωξη με τον τρομονόμο ολόκληρων χωριών, τα ρατσιστικά πογκρόμ των φασιστικών ταγμάτων εφόδου είναι μερικά μόνο παραδείγματα της κίνησης του καθεστώτος.
Ειδικότερα, η εκδικητικότητα του κράτους είναι ακόμα περισσότερο έκδηλη απέναντι στους φορείς εκείνων των αντιλήψεων και πρακτικών αγώνα που θέτουν κυρίαρχα στα προτάγματα τους τη ρήξη και τη σύγκρουση με το κράτος και το κεφάλαιο. Ο πρόσφατος εκδικητικός βασανισμός της αναρχικής Στέλλας Αντωνίου από την αντιτρομοκρατική για την απόσπαση γενετικού της υλικού, η χωρίς στοιχεία ισόβια καταδίκη του αναρχικού κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου, οι εισβολές και οι έρευνες σε σπίτια αναρχικών αγωνιστών με διάφορες προφάσεις, οι εισβολές και οι εκκενώσεις σε αυτοοργανωμένους χώρους αγώνα, οι προληπτικές προσαγωγές πριν από μεγάλες διαδηλώσεις, οι ξυλοδαρμοί και τα βασανιστήρια σε βάρος προσαχθέντων και συλληφθέντων, οι εκδικητικές προφυλακίσεις και η επιβολή δυσβάστακτων χρηματικών εγγυήσεων για την αποφυλάκιση αγωνιστών, οι κατασκευασμένες διώξεις -όπως αυτή του αναρχικού Θοδωρή Σίψα για την υπόθεση Μαρφίν- είναι ακόμα κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα της στάσης του καθεστώτος απέναντι στους αγωνιστές. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η εκδικητική απαγόρευση της χορήγησης εκπαιδευτικών αδειών στους πολιτικούς κρατούμενους Η. Κωστάρη και Ν. Ρωμανό, την ώρα που ο πρώτος πραγματοποίησε απεργία πείνας για 31 ημέρες και σταμάτησε συνεχίζοντας τον αγώνα με άλλα μέσα, ενώ ο δεύτερος βρέθηκε ατομικά δικαιωμένος, καθώς ύστερα από 32 μέρες απεργίας πείνας του επιτράπηκε να παρακολουθεί τα μαθήματα της σχολής του φορώντας ηλεκτρονικό σύστημα γεωεντοπισμού (βραχιολάκι) και αφού πρώτα έχει παρακολουθήσει το 1/3 τους μέσω τηλεδιάσκεψης.
Μερικές σκέψεις με αφορμή την απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού
«Πρίν απ’ όλα το σύστημα μου διαφέρει από το δικό σας στο ότι δεν δέχεται ούτε τη χρησιμότητα, ούτε καν τη δυνατότητα μιας επανάστασης άλλης από την αυθόρμητη, δηλαδή τη λαϊκή και κοινωνική, επανάσταση. Έχω τη βαθιά πεποίθηση ότι κάθε άλλη επανάσταση θα ήταν αθέμιτη, επιβλαβής και ολέθρια για την ελευθερία και το λαό, διότι θα επεφύλασσε γι’ αυτόν μια καινούργια αθλιότητα και μια καινούργια σκλαβιά. […] όλες οι μυστικές συνωμοσίες εν αγνοία του λαού, όπως και όλες οι αιφνιδιαστικές επιθέσεις και τα αυτοσχεδιασμένα χτυπήματα συντρίβονται από αυτή τη δύναμη (σ.σ. το κράτος) που δεν θα μπορέσει να νικηθεί και να καταστραφεί παρά μόνο από τη λαϊκή και κοινωνική αυθόρμητη επανάσταση.
Στο εξής, ο μοναδικός σκοπός της μυστικής εταιρείας πρέπει να είναι όχι να συγκροτήσει μια τεχνητή δύναμη έξω από το λαό, αλλά να αφυπνίσει, να συγκεντρώσει και να οργανώσει τις ξεσηκωμένες λαϊκές δυνάμεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο στρατός της επανάστασης, ο μόνος που είναι δυνατός και πραγματικός, δεν θα βρίσκεται έξω από το λαό, θα είναι ο ίδιος ο λαός».
Μ. Μπακούνιν, «Επιστολή στον Σεργκέι Νετσάγιεφ»
Επιλέγουμε να τοποθετηθούμε μετά το πέρας της απεργίας πείνας του Ν. Ρωμανού γιατί σε καμιά περίπτωση δεν θέλαμε τα όσα μας προβληματίζουν να λειτουργήσουν ανασταλτικά ως προς τον ίδιο τον αγώνα που διεξάχθηκε το προηγούμενο διάστημα. Αντίθετα, επιθυμούμε τα όσα γράφουμε τώρα να αποτελέσουν κομμάτι μιας εποικοδομητικής κριτικής και ενός ανοιχτού διαλόγου στο πλαίσιο του αναρχικού και του ευρύτερου επαναστατικού κινήματος.
Αρχικά, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως ως αναρχική ομάδα, σταθήκαμε από την πρώτη στιγμή ιδιαίτερα σκεπτικοί απέναντι στην υπόθεση των τεσσάρων συλληφθέντων της διπλής ληστείας στο Βελβεντό Κοζάνης. Κι αυτό, όχι γιατί στεκόμαστε, γενικά κι αόριστα, αντίθετοι στην πρακτική της ένοπλης ληστείας ως επιλογή κάποιων αγωνιστών στο πλαίσιο αγώνα που έχουν ορίσει, αλλά γιατί διαβάζοντας τις απόψεις των τεσσάρων συλληφθέντων μέσα από τα κείμενά τους, αδυνατούσαμε να βρούμε ορατά σημεία σύνδεσης με τις αντιλήψεις που εμείς από την πλευρά μας εκφράζουμε για την αναρχία ως επαναστατικό κίνημα, αλλά και ευρύτερα για τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες και το ρόλο των αναρχικών σε αυτούς. Απόψεις που στην ουσία εκφράζουν μια σαφή αυτοαναφορικότητα, τοποθετώντας στο επίκεντρο του κοινωνικού και ταξικού πολέμου τη σύγκρουση των αναρχικών με το κράτος, μην επιδιώκοντας τη διασύνδεση και τη ριζοσπαστικοποίηση των ευρύτερων αγώνων που ξεσπούν καθημερινά και αμφισβητούν μέρος ή και το σύνολο των εκφάνσεων της κρατικής-καπιταλιστικής επίθεσης. Ως εκ τούτου, και επειδή αντιλαμβανόμαστε την αλληλεγγύη ως αμφίδρομη σχέση ανάμεσα σε δρώντα πολιτικά υποκείμενα, αναγνωρίσαμε σε αυτήν την υπόθεση περιορισμούς που μας ώθησαν στην ανάδειξη της κατασταλτικής επίθεσης του κράτους απέναντι τους (όπως ήταν τα άγρια βασανιστήρια που υπέστησαν κατά τη σύλληψη τους), θέση που απέρρεε σαφώς από τη δική μας ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την ίδια την απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού για τη διεκδίκηση εκπαιδευτικών αδειών. Από τη μία εκφραστήκαμε δημόσια και σταθήκαμε αλληλέγγυοι στο -αν μη τί άλλο- δίκαιο αίτημα του, αναγνωρίζοντας πως η αποστέρηση του συγκεκριμένου δικαιώματος ήταν ξεκάθαρο κομμάτι της εκδικητικής στάσης του κράτους απέναντι στους πολιτικούς κρατούμενους. Δίκαιο όχι μόνο για τους αναρχικούς αλλά και για το ίδιο το αστικό καθεστώς και όλες τις εκφάνσεις του μιας και το ίδιο έχει επιτρέψει σε όσους κρατούμενους εισάγονται σε σχολές να μπορούν να λαμβάνουν άδειες για να σπουδάζουν. Από την άλλη, αναλύοντας τις γραπτές τοποθετήσεις του απεργού τόσο πριν όσο και μετά την έναρξη της απεργίας πείνας, στάθηκε ανέφικτο να εντοπίσουμε τα στοιχειώδη σημεία πολιτικής σύγκλισης των λεγομένων του με τις δικές μας πολιτικές, ηθικές και αξιακές αντιλήψεις αναγνωρίζοντας στο περιεχόμενο που ο ίδιος έβαζε στον αγώνα του ξεκάθαρα σημεία αυταναφορικότητας που έθεταν στο επίκεντρο του τους αναρχικούς -και ιδιαίτερα τους πιο “μαχητικούς εξ αυτών”- ενώ ταυτόχρονα δεν εμφανιζόταν ως προοπτική η σύνδεση του συγκεκριμένου αγώνα με το ευρύτερο κοινωνικό και ταξικό κίνημα και τους αγώνες που ξεσπούν σε παράλληλο πολιτικοκοινωνικό χρόνο. Μια προοπτική που, κατά την άποψη μας, είχε εκ προοιμίου εγκλωβίσει το συγκεκριμένο αγώνα σε στενά όρια, καθώς η στόχευση της απεργίας πείνας από την πλευρά του ίδιου του απεργού, πέραν των όποιων εξεγερτικών ευχολογίων και γεγονότων προέβαλλε εν όψει και της 6ης Δεκέμβρη, δεν κατάφερε να θέσει διευρυμένο χαρακτήρα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης των επιμέρους αγώνων και συνάντησης τους στο δρόμο στην κατεύθυνση της νικηφόρας έκβασης και της συνολικής ανατροπής.
Από την άλλη, και το ίδιο το κίνημα αλληλεγγύης ακολούθησε στη συντριπτική πλειοψηφία του την πολιτική αντίληψη που εξέφραζε ο απεργός, χωρίς να τη δει κριτικά ή να επιχειρήσει να την εμπλουτίσει, δεν συμμετείχε σε κανέναν ουσιαστικό διάλογο μαζί του σχετικά με τη στρατηγική, τη στοχοθεσία και τα πιθανά διαπραγματευτικά σημεία του αγώνα, αποδεχόμενο στην ουσία έναν δευτερεύοντα ρόλο πάνω στις εξελίξεις. Εναπόθεσε λοιπόν και αυτό με τη σειρά του τις όποιες ελπίδες στην εξεγερσιακή μυρωδιά του Δεκέμβρη και στην “τελική” αναμέτρηση που καλούνταν το κίνημα να δώσει με το κράτος εκείνες τις μέρες. Δυστυχώς όμως, κι όπως όλοι κρυφά γνώριζαν αλλά αδυνατούσαν να παραδεχτούν, η κοινωνική εξέγερση δεν ξέσπασε, ενώ οι καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, παρά τα ομολογουμένως άμεσα αντανακλαστικά του ριζοσπαστικού χώρου -και ιδιαίτερα των αναρχικών/αντιεξουσιαστών- που ανέδειξαν, δεν κατόρθωσαν να αποτελέσουν σε ικανοποιητικό βαθμό το έδαφος αγώνα μέσα από το οποίο θα γειωνόταν στην πραγματικότητα η εξεγερσιακή συνθήκη. Ελάχιστες εξαιρέσεις υπήρξαν και εντοπίζονται κυρίως στην προσπάθεια ορισμένων αγωνιστών να συνδέσουν την υπόθεση του Ν. Ρωμανού με τη μέρα ψήφισης του κρατικού προϋπολογισμού και τη συγκέντρωση διάφορων πολιτικών, κοινωνικών και ταξικών υποκειμένων στην πλατεία Συντάγματος, αλλά και με κάποιες ακόμα στιγμές του ευρύτερου κοινωνικού-ταξικού πολέμου (πχ. Κινήσεις αλληλεγγύης στους Σύρους πρόσφυγες-απεργούς πείνας στο Σύνταγμα, αγώνας ενάντια στους πλειστηριασμούς κατοικιών, κινητοποιήσεις για την κυριακάτικη αργία κ.α.). Προσπάθεια που έμεινε στη μέση εξαιτίας κυρίως της ίδιας της προβληματικής φύσης του αγώνα, όπως το όρισε ο ίδιος ο απεργός πείνας εν τη γενέσει της απεργίας, αλλά και λόγω των διάφορων σημαντικών παθογενειών που ταλανίζουν εδώ και αρκετά χρόνια τον αναρχικό χώρο στην Ελλάδα και τον περιορίζουν στο να εξελιχθεί σε ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα και να βγει από τα στάσιμα ύδατα του «χώρου».
Έτσι λοιπόν, το συγκεκριμένο κενό που αναπόφευκτα δημιουργήθηκε, ήρθε να καλύψει η πολιτική αντίληψη της ρεφορμιστικής αριστεράς που εκμεταλλευόμενη αφενός το πλεονέκτημα που της έδινε ο ίδιος ο δημοκρατικός χαρακτήρας του αιτήματος και αφετέρου τα αδιέξοδα των αναρχικών, αλλά και ευρύτερα όλου του αυτοοργανωμένου και οριζόντιου μαχητικού κοινωνικοταξικού κινήματος στο να επιτελέσουν καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, μέσω του διαμεσολαβητικού της ρόλου, μετέφερε την αντιπαράθεση στο εσωτερικό του κοινοβουλίου και στα πολιτικά γραφεία. Το αποτέλεσμα του αγώνα τη βγάζει σε μεγάλο βαθμό κερδισμένη καθώς με τη στάση της “έδωσε λύση” σε ένα ζήτημα στο οποίο η δεξιά κυβέρνηση έμοιαζε αταλάντευτη. Κερδισμένο φυσικά βγήκε και το ίδιο το αστικοδημοκρατικό σύστημα που κατόρθωσε να εφαρμόσει στην πράξη αναίμακτα ένα νέο κατασταλτικό μέτρο -που είχε ήδη κάποιους μήνες πριν θεσμοθετήσει για τους διωκόμενους και τους φυλακισμένους-, με αφορμή τον αγώνα ενός αναρχικού απεργού πείνας, εμφανίζοντας το μάλιστα ως υποχώρηση της απέναντι στην αδιαπραγμάτευτη στάση του ίδιου του απεργού. Κερδισμένος τέλος, σε ατομικό τουλάχιστον επίπεδο, βγήκε και ο ίδιος ο απεργός πείνας, καθώς έστω και με ορισμένους περιορισμούς, θα μπορεί να λαμβάνει άδειες και να παρακολουθεί τα μαθήματα στη σχολή του.
Σε καμιά περίπτωση όμως, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το πώς νίκησε το ίδιο το επαναστατικό κίνημα και οι δυνάμεις του μιας και ούτε οι ίδιοι οι αγώνες των φυλακισμένων ενάντια στην αναδιάρθρωση του σωφρονιστικού συστήματος στις φυλακές προωθήθηκαν, ούτε οποιαδήποτε σύνδεση των επιμέρους αγώνων που ξεσπούν στο κοινωνικό πεδίο επετεύχθη, ούτε διαμορφώθηκαν οι όροι για το ξέσπασμα της κοινωνικής εξέγερσης (πόσο μάλλον για τη μετεξέλιξη της σε μια γενικευμένη επαναστατική διαδικασία ανατροπής του υπάρχοντος συστήματος και δημιουργίας μιας νέας κοινωνίας ισότητας, αλληλεγγύης και ελευθερίας).
Απέναντι στην προοπτική της «εναλλακτικής» διαχείρισης του συστήματος, η υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης είναι υπαρκτή και αναγκαία
“Καμιά καταστροφή της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων δεν είναι δυνατή αν κατά το χρόνο της ανατροπής ή του αγώνα που οδηγεί στην ανατροπή, δεν υπάρχει ζωντανή μέσα στο μυαλό η ιδέα του τί θα αντικαταστήσει εκείνο που πρέπει να καταστραφεί”.
Π. Κροπότκιν
Είναι πλέον προφανές ότι το ζήτημα της κρίσης τους συστήματος δεν οφείλεται απλά σε κάποια διαχειριστική αδυναμία των μέχρι τώρα διαχειριστών του και ούτε μπορεί να βρει γιατρειά σε μια άλλη εναλλακτική διαχείριση του από τη ρεφορμιστική Αριστερά. Το αδιέξοδο που βιώνει σήμερα το σύστημα (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό) είναι αποτέλεσμα των αθεράπευτων αντιφάσεων του και οι κρίσεις δομικό στοιχείο της ύπαρξής του, καθώς μέσω της καταστροφής (αγαθών και ανθρώπων), προσπαθεί διακαώς να κρατηθεί ζωντανό και να αναπαραχθεί, βγαίνοντας με ακόμα πιο ενδυναμωμένες τις δομές του. Ούτε οι εκλογές, ούτε μια ακόμη περίοδος χάριτος στη νέα κυβέρνηση θα διευκολύνουν τη συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία να επιλύσει τα οξυμένα προβλήματα της.
Για την άγρια πληττόμενη κοινωνική βάση η μόνη ρεαλιστική προοπτική είναι αυτή της κοινωνικής επανάστασης, της διαδικασίας ανατροπής δηλαδή των σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης που επιβάλλει το υπάρχον καθεστώς σκλαβιάς και εξαθλίωσης και κατάργησης των υπαρχουσών δομών οργάνωσης της κοινωνίας, αντικαθιστώντας τες με άλλες μορφές οριζόντιας και συλλογικής αυτοοργάνωσης όπως είναι οι ελευθεριακές κομμούνες, τα εργατικά συμβούλια, οι λαϊκές συνελεύσεις και οι κολεκτίβες.
Για την ανάπτυξη και την επικράτηση των δομών αυτών θα πρέπει ήδη από σήμερα, μέσα στο ήδη υπάρχον ζοφερό κοινωνικό περιβάλλον που συνθέτει το σάπιο και χρεοκοπημένο πολίτικο και οικονομικό σύστημα, να προετοιμαζόμαστε, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό-ταξικό επίπεδο. Είναι χρέος των αγωνιζόμενων υποκειμένων και ειδικά των αναρχικών, που προωθούν την αυτοοργανωμένη και από τα κάτω αντίσταση, να ξεπεράσουν τις αδυναμίες και τα όρια που αντιμετωπίζουν οι υπάρχουσες δομές και διαδικασίες του αγώνα, ούτως ώστε να αντεπεξέλθουν της πρωτοφανούς έκτασης συστημικής επίθεσης και να θέσουν παράλληλα στο κοινωνικό επίκεντρο τα επαναστατικά προτάγματα. Για να καταφέρουν έτσι να απαντήσουν συνολικά από μια αναρχική σκοπιά στο διαχρονικό ζήτημα της εξουσίας, σκοπεύοντας όχι στην κατάληψη της αλλά στην κατάργηση της και την οριζόντια οργάνωση της κοινωνίας από τα κάτω. Εκείνο που απαιτείται σήμερα δεν είναι η επανάληψη μιας ακόμα εξέγερσης όπως αυτής του Δεκέμβρη του 2008, αλλά η διαμόρφωση των όρων για την κοινωνική επανάσταση και την τελική νίκη.
Αναγκαία και ρεαλιστική προοπτική στην κατεύθυνση αυτή είναι η συγκρότηση ενός οργανωμένου πολιτικού κινήματος που θα έρχεται σε επικοινωνία και αλληλεπίδραση με το ευρύτερο κονωνικό-ταξικό κίνημα θέτοντας στο εσωτερικό του το συνολικό κοινωνικό πρόβλημα που δεν είναι άλλο από την ίδια την ύπαρξη του καπιταλισμού και του κράτους και θα αντιπαλεύει παράλληλα άλλες θεσμικές και ρεφορμιστικές συνιστώσες που ενυπάρχουν σ’ αυτό προσπαθώντας να το οδηγήσουν σε άλλου τύπου διαχειριστικές-μη επαναστατικές λύσεις.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να αναλάβουμε όλοι τις θέσεις μάχης που μας αναλογούν. Να αντικρούσουμε τις δημοκρατικές και κοινοβουλευτικές αυταπάτες, οργανώνοντας ένα πλατύ, μαζικό και μαχητικό κίνημα (πολιτικό, κοινωνικό και ταξικό) ανατροπής. Μέσα από λαϊκές συνελεύσεις, δομές αλληλεγγύης, σωματεία βάσης, αυτοοργανωμένες πολιτικές συλλογικότητες να χτίσουμε τον κόσμο που κουβαλάμε στις καρδιές μας…
…ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΑΝΟΙΧΤΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ!
αναρχική ομάδα “δυσήνιος ίππος”
Πάτρα, Δεκέμβρης 2014
Αναδημοσίευση από : ipposd.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου