Εξετάζω το σύστημα της αστικής οικονομίας με την ακόλουθη σειρά: κεφάλαιο, έγγεια ιδιοκτησία, μισθωτή εργασία, κράτος, εξωτερικό εμπόριο, παγκόσμια αγορά.
Οι οικονομικές συνθήκες της ζωής των τριών μεγάλων τάξεων, στις οποίες χωρίζεται η νεότερη αστική κοινωνία, αναλύονται στα τρία πρώτα μέρη· η αλληλοσύνδεση των άλλων τριών μερών είναι ολοφάνερη. Το πρώτο μέρος του πρώτου βιβλίου, που πραγματεύεται το κεφάλαιο, αποτελείται από τα ακόλουθα κεφάλαια: 1) Το εμπόρευμα, 2) Το χρήμα ή η απλή κυκλοφορία και 3) Το κεφάλαιο γενικά. Το παρόν μέρος αποτελείται από τα δυο πρώτα κεφάλαια. Έχω μπροστά μου ολόκληρο το υλικό με τη μορφή μονογραφιών γραμμένων σε χωριστές περιόδους όχι για να δημοσιευτούν, άλλα για να ξεκαθαρίσω ο ίδιος τις σκέψεις μου· η συστηματική επεξεργασία του σύμφωνα με το σχέδιο που υπέδειξα θα εξαρτηθεί από τις περιστάσεις.
Παραλείπω μια γενική εισαγωγή που είχα συντάξει, γιατί σε παραπέρα εξέταση σκέφτηκα πως θα δημιουργούσα ίσως σύγχυση προεξοφλώντας αποτελέσματα που θα έπρεπε προηγούμενα να έχουν αποδειχτεί. Ο αναγνώστης που αληθινά επιθυμεί να με παρακολουθήσει θα πρέπει ν’ αποφασίσει να υψωθεί από το μερικό στο γενικό. Μερικές όμως συνοπτικές παρατηρήσεις για την πορεία της μελέτης μου της πολιτικής οικονομίας έχουν τη θέση τους εδώ.
Αν και σπούδασα νομικά, την επιστήμη αυτή την ακολούθησα ως ένα αντικείμενο υποταγμένο στη φιλοσοφία και την ιστορία. Στα 1842-43, ως συντάχτης της Εφημερίδας του Ρήνου[1], για πρώτη φορά, βρέθηκα στη δύσκολη θέση να πρέπει να μιλήσω σχετικά με τα λεγόμενα υλικά συμφέροντα. Οι συζητήσεις στη Βουλή του Ρήνου για την παράνομη υλοτομία και για τη διανομή της έγγειας ιδιοκτησίας· η επίσημη πολεμική, που άνοιξε ο κ. φον Σάπερ, πρώτος πρόεδρος τότε της επαρχίας του Ρήνου, ενάντια στην Εφημερίδα του Ρήνου για την κατάσταση των χωρικών του Μόζελ, τέλος οι συζητήσεις για το ελεύθερο εμπόριο και το προστατευτικό δασμολόγιο με έκαναν για πρώτη φορά να ασχοληθώ με τα οικονομικά ζητήματα. Εξάλλου, την εποχή εκείνη, όταν οι καλές προθέσεις «να τραβάμε εμπρός» συχνά αντικαθιστούσαν την πραγματική γνώση, είχε εισδύσει στην Εφημερίδα του Ρήνου, με κάποιο ελαφρά φιλοσοφικό χρωματισμό, μια ηχώ του γαλλικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Εναντιώθηκα σ’ αυτόν τον ερασιτεχνισμό, μα ταυτόχρονα, σε μια συζήτηση με την Allgemeine Augsburger Zeitung[2], παραδέχτηκα καθαρά πως οι ως τότε μελέτες μου δεν μου επέτρεπαν να εκφράσω οποιαδήποτε κρίση σχετικά με το περιεχόμενο των γαλλικών θεωριών. Όταν οι διευθυντές της Εφημερίδας του Ρήνου υπέκυψαν στην αυταπάτη πως με μια μετριοπαθέστερη στάση από μέρους της εφημερίδας θα μπορούσαν να αποσοβήσουν τη θανατική καταδίκη που είχε εκδοθεί γι’ αυτή, άρπαξα πρόθυμα την ευκαιρία για να αποτραβηχτώ από τη δημόσια σκηνή στο σπουδαστήριό μου.
Η πρώτη εργασία που ανέλαβα για να εκδιώξω τις αμφιβολίες που με έζωναν, ήταν μια κριτική επισκόπηση της χεγκελιανής φιλοσοφίας του Δικαίου· η εισαγωγή αυτής της εργασίας δημοσιεύτηκε στα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά[3], που κυκλοφόρησαν στο Παρίσι το 1844. Η έρευνά μου με οδήγησε στο συμπέρασμα, ότι ούτε οι νομικές σχέσεις, ούτε οι πολιτικές μορφές, μπορούν να εξηγηθούν είτε από μόνες τους, είτε με τη λεγόμενη γενική εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά ότι απεναντίας έχουν την καταγωγή τους μέσα στους υλικούς όρους της ζωής, που ο Χέγκελ, ακολουθώντας το παράδειγμα των Άγγλων και των Γάλλων στοχαστών του 18ου αιώνα, περιελάμβανε μέσα στον όρο «πολιτική κοινωνία»· ότι όμως η ανατομία αυτής της πολιτικής κοινωνίας πρέπει να αναζητηθεί μέσα στην πολιτική οικονομία. Τη μελέτη της πολιτικής οικονομίας, την οποία είχα αρχίσει στο Παρίσι, τη συνέχισα στις Βρυξέλλες, όπου είχα εγκατασταθεί μετά από μια διαταγή εκτοπισμού, που είχε εκδώσει εναντίον μου ο κ. Γκιζό[4]. Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο έφτασα και το οποίο, αφού εξάχθηκε, έγινε η οδηγητική γραμμή στις μελέτες μου μπορεί να συνοψιστεί ως εξής.
Στην κοινωνική παραγωγή της ύπαρξής τους οι άνθρωποι έρχονται αναπόφευκτα σε καθορισμένες σχέσεις, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, δηλαδή σε σχέσεις παραγωγής, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα στην ανάπτυξη των υλικών δυνάμεων της παραγωγής. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την υλική βάση, πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής των συνθηκών της υλικής ζωής καθορίζει τη γενική διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει την ύπαρξη των ανθρώπων, αλλά η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους. Σε ένα στάδιο της ανάπτυξης, οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις, ή, για να εκφράσουμε το ίδιο πράγμα με νομικούς όρους, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας, μέσα στο πλαίσιο των οποίων ως τότε είχαν κινηθεί. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Οι αλλαγές στην οικονομική βάση, οδηγούν συντομότερα ή αργότερα στο μετασχηματισμό όλου του τεράστιου εποικοδομήματος.
Όταν μελετάμε τέτοιους μετασχηματισμούς, πρέπει πάντα να διακρίνουμε ανάμεσα στον υλικό μετασχηματισμό των οικονομικών όρων της παραγωγής, που μπορεί να καθοριστεί με την ακρίβεια της φυσικής επιστήμης, και τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, κοντολογίς, τις ιδεολογικές μορφές, με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και τη διεξάγουν. Όπως δεν κρίνουμε ένα άτομο από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, έτσι δεν μπορούμε να κρίνουμε και μια εποχή μετασχηματισμού από τη συνείδησή της, αλλά, απεναντίας, αυτή η συνείδηση πρέπει να εξηγηθεί από τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, από τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις. Καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται ποτέ προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν αντικαθιστούν τις παλιές προτού οι υλικοί όροι για την ύπαρξή τους ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας.
Η ανθρωπότητα θέτει έτσι στον εαυτό της μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει, αφού η εγγύτερη εξέταση θα δείξει πάντα πως το ίδιο το πρόβλημα ανακύπτει μονάχα όταν υπάρχουν ήδη, ή τουλάχιστον βρίσκονται στη διαδικασία της διαμόρφωσής τους, οι υλικοί όροι για τη λύση του. Χονδρικά, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο νεότερος αστικός τρόπος της παραγωγής μπορεί να χαρακτηριστούν ως οι εποχές ορόσημα στην πρόοδο της οικονομικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Ο αστικός τρόπος παραγωγής είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια ενός ανταγωνισμού ατομικού, αλλά ανταγωνισμού που γεννιέται από τους κοινωνικούς όρους ζωής των ατόμων – οι παραγωγικές όμως δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στην αστική κοινωνία δημιουργούν επίσης τους υλικούς όρους για την επίλυση αυτού του ανταγωνισμού. Με αυτό τον κοινωνικό σχηματισμό κλείνει συνεπώς η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο Φρίντριχ Ένγκελς, με τον οποίο διατηρούσα μια διαρκή ανταλλαγή ιδεών μέσω αλληλογραφίας από την εποχή που είχε δημοσιεύσει στα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά το λαμπρό δοκίμιό του για την κριτική των οικονομικών κατηγοριών[5], έφτασε από έναν άλλο δρόμο (σύγκρινε το έργο του: Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία[6]) στο ίδιο με μένα συμπέρασμα. Και όταν την άνοιξη του 1845, ήρθε και αυτός να εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες, αποφασίσαμε να επεξεργαστούμε μαζί την αντίληψή μας σε αντίθεση με την ιδεολογική αντίληψη της γερμανικής φιλοσοφίας, στην πραγματικότητα, να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας με την παλιά μας φιλοσοφική συνείδηση. Η εργασία αυτή πήρε τη μορφή μιας κριτικής της μεταχεγκελιανής φιλοσοφίας[7]. Το χειρόγραφο, δυο χοντροί τόμοι σε 8ο σχήμα, το είχε από καιρό στα χέρια του ένας εκδότης της Βεστφαλίας, όταν πληροφορηθήκαμε πως οι αλλαγμένες περιστάσεις δεν επέτρεπαν την εκτύπωση. Εγκαταλείψαμε το χειρόγραφο στην τρωκτική κριτική των ποντικών εντελώς πρόθυμα, αφού είχαμε πετύχει τον κυριότερο σκοπό μας, να ξεκαθαρίσουμε τις δικές μας αντιλήψεις.
Από τα σκόρπια έργα στα οποία παρουσιάσαμε τότε τη μια ή την άλλη όψη των απόψεών μας στο κοινό, θα αναφέρω μόνο το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, γραμμένο από κοινού από τον Ένγκελς και εμένα, και μια Πραγματεία των Ελεύθερων Συναλλαγών, που δημοσίευσα ο ίδιος. Τα κύρια σημεία της αντίληψής μας σκιαγραφήθηκαν για πρώτη φορά με μια λόγια, αν και πολεμική μορφή στο έργο μου, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας[8]· αυτό το βιβλίο, που είχε ως στόχο τον Προυντόν, εμφανίστηκε το 1847. Η δημοσίευση ενός δοκιμίου για τη Μισθωτή Εργασία[9] γραμμένου στα γερμανικά στο οποίο συνδύασα τις διαλέξεις που είχα δώσει γι’ αυτό το θέμα στην Ένωση Γερμανών Εργατών στις Βρυξέλλες, διακόπηκε από την επανάσταση του Φεβρουαρίου και την αναγκαστική απομάκρυνσή μου από το Βέλγιο ως αποτέλεσμα.
Η έκδοση της Νέας Εφημερίδας του Ρήνου[10] στα 1848 και 1849 και τα κατοπινά γεγονότα διέκοψαν τις οικονομικές μου μελέτες, τις οποίες μπόρεσα να τις ξαναρχίσω μόνο το 1850, στο Λονδίνο. Το τεράστιο υλικό για την ιστορία της πολιτικής οικονομίας που είναι συγκεντρωμένο στο Βρετανικό Μουσείο, η τόσο ευνοϊκή θέση που παρέχει το Λονδίνο για την παρατήρηση της αστικής κοινωνίας, τέλος το νέο στάδιο της ανάπτυξης στο οποίο φαινόταν να έχει εισέλθει η αστική κοινωνία με την ανακάλυψη του χρυσού της Καλιφόρνιας και της Αυστραλίας, με ώθησαν να ξαναρχίσω από την αρχή και να επεξεργαστώ προσεκτικά το νέο υλικό. Οι μελέτες αυτές με οδήγησαν ως ένα βαθμό από μόνες τους σε εντελώς απομακρυσμένα αντικείμενα στα οποία χρειάστηκε να διαθέσω αρκετό καιρό. Μα τον καιρό που διέθετα τον περιόριζε ιδιαίτερα η επιτακτική ανάγκη να κερδίζω τα προς το ζην. Η συνεργασία μου, συνεχιζόμενη επί οχτώ χρόνια, με τη New York Tribune[11], την ηγετική αγγλοαμερικανική εφημερίδα, προκάλεσε αναγκαστικά έναν κατακερματισμό στις μελέτες μου, επειδή έγραφα μόνο σπάνια ανταποκρίσεις για εφημερίδες με την αυστηρή έννοια. Αφού ένα σημαντικό μέρος των συνεισφορών μου το αποτελούσαν άρθρα για τα σπουδαία οικονομικά γεγονότα της Βρετανίας και της Ηπειρωτικής Ευρώπης, αναγκάστηκα να εξοικειωθώ με πρακτικές λεπτομέρειες που, αυστηρά μιλώντας, βρίσκονται έξω από τον κύκλο της πολιτικής οικονομίας.
Η σκιαγραφία αυτή της πορείας που ακολούθησα στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας, προτίθεται μόνο να δείξει πως οι απόψεις μου, με οποιοδήποτε τρόπο κι αν κριθούν και οσοδήποτε λίγο αν συμφωνούν με τις ιδιοτελείς προκαταλήψεις των κυρίαρχων τάξεων, είναι καρπός μακροχρόνιας και ευσυνείδητης έρευνας. Στο κατώφλι της επιστήμης, όπως και στην είσοδο της κόλασης, μια υποχρέωση επιβάλλεται:
Εδώ πρέπει να εγκαταλείψεις κάθε δυσπιστία
Κάθε δειλία πρέπει να εξαφανιστεί[12]
Σημειώσεις
Οι οικονομικές συνθήκες της ζωής των τριών μεγάλων τάξεων, στις οποίες χωρίζεται η νεότερη αστική κοινωνία, αναλύονται στα τρία πρώτα μέρη· η αλληλοσύνδεση των άλλων τριών μερών είναι ολοφάνερη. Το πρώτο μέρος του πρώτου βιβλίου, που πραγματεύεται το κεφάλαιο, αποτελείται από τα ακόλουθα κεφάλαια: 1) Το εμπόρευμα, 2) Το χρήμα ή η απλή κυκλοφορία και 3) Το κεφάλαιο γενικά. Το παρόν μέρος αποτελείται από τα δυο πρώτα κεφάλαια. Έχω μπροστά μου ολόκληρο το υλικό με τη μορφή μονογραφιών γραμμένων σε χωριστές περιόδους όχι για να δημοσιευτούν, άλλα για να ξεκαθαρίσω ο ίδιος τις σκέψεις μου· η συστηματική επεξεργασία του σύμφωνα με το σχέδιο που υπέδειξα θα εξαρτηθεί από τις περιστάσεις.
Παραλείπω μια γενική εισαγωγή που είχα συντάξει, γιατί σε παραπέρα εξέταση σκέφτηκα πως θα δημιουργούσα ίσως σύγχυση προεξοφλώντας αποτελέσματα που θα έπρεπε προηγούμενα να έχουν αποδειχτεί. Ο αναγνώστης που αληθινά επιθυμεί να με παρακολουθήσει θα πρέπει ν’ αποφασίσει να υψωθεί από το μερικό στο γενικό. Μερικές όμως συνοπτικές παρατηρήσεις για την πορεία της μελέτης μου της πολιτικής οικονομίας έχουν τη θέση τους εδώ.
Αν και σπούδασα νομικά, την επιστήμη αυτή την ακολούθησα ως ένα αντικείμενο υποταγμένο στη φιλοσοφία και την ιστορία. Στα 1842-43, ως συντάχτης της Εφημερίδας του Ρήνου[1], για πρώτη φορά, βρέθηκα στη δύσκολη θέση να πρέπει να μιλήσω σχετικά με τα λεγόμενα υλικά συμφέροντα. Οι συζητήσεις στη Βουλή του Ρήνου για την παράνομη υλοτομία και για τη διανομή της έγγειας ιδιοκτησίας· η επίσημη πολεμική, που άνοιξε ο κ. φον Σάπερ, πρώτος πρόεδρος τότε της επαρχίας του Ρήνου, ενάντια στην Εφημερίδα του Ρήνου για την κατάσταση των χωρικών του Μόζελ, τέλος οι συζητήσεις για το ελεύθερο εμπόριο και το προστατευτικό δασμολόγιο με έκαναν για πρώτη φορά να ασχοληθώ με τα οικονομικά ζητήματα. Εξάλλου, την εποχή εκείνη, όταν οι καλές προθέσεις «να τραβάμε εμπρός» συχνά αντικαθιστούσαν την πραγματική γνώση, είχε εισδύσει στην Εφημερίδα του Ρήνου, με κάποιο ελαφρά φιλοσοφικό χρωματισμό, μια ηχώ του γαλλικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Εναντιώθηκα σ’ αυτόν τον ερασιτεχνισμό, μα ταυτόχρονα, σε μια συζήτηση με την Allgemeine Augsburger Zeitung[2], παραδέχτηκα καθαρά πως οι ως τότε μελέτες μου δεν μου επέτρεπαν να εκφράσω οποιαδήποτε κρίση σχετικά με το περιεχόμενο των γαλλικών θεωριών. Όταν οι διευθυντές της Εφημερίδας του Ρήνου υπέκυψαν στην αυταπάτη πως με μια μετριοπαθέστερη στάση από μέρους της εφημερίδας θα μπορούσαν να αποσοβήσουν τη θανατική καταδίκη που είχε εκδοθεί γι’ αυτή, άρπαξα πρόθυμα την ευκαιρία για να αποτραβηχτώ από τη δημόσια σκηνή στο σπουδαστήριό μου.
Η πρώτη εργασία που ανέλαβα για να εκδιώξω τις αμφιβολίες που με έζωναν, ήταν μια κριτική επισκόπηση της χεγκελιανής φιλοσοφίας του Δικαίου· η εισαγωγή αυτής της εργασίας δημοσιεύτηκε στα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά[3], που κυκλοφόρησαν στο Παρίσι το 1844. Η έρευνά μου με οδήγησε στο συμπέρασμα, ότι ούτε οι νομικές σχέσεις, ούτε οι πολιτικές μορφές, μπορούν να εξηγηθούν είτε από μόνες τους, είτε με τη λεγόμενη γενική εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά ότι απεναντίας έχουν την καταγωγή τους μέσα στους υλικούς όρους της ζωής, που ο Χέγκελ, ακολουθώντας το παράδειγμα των Άγγλων και των Γάλλων στοχαστών του 18ου αιώνα, περιελάμβανε μέσα στον όρο «πολιτική κοινωνία»· ότι όμως η ανατομία αυτής της πολιτικής κοινωνίας πρέπει να αναζητηθεί μέσα στην πολιτική οικονομία. Τη μελέτη της πολιτικής οικονομίας, την οποία είχα αρχίσει στο Παρίσι, τη συνέχισα στις Βρυξέλλες, όπου είχα εγκατασταθεί μετά από μια διαταγή εκτοπισμού, που είχε εκδώσει εναντίον μου ο κ. Γκιζό[4]. Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο έφτασα και το οποίο, αφού εξάχθηκε, έγινε η οδηγητική γραμμή στις μελέτες μου μπορεί να συνοψιστεί ως εξής.
Στην κοινωνική παραγωγή της ύπαρξής τους οι άνθρωποι έρχονται αναπόφευκτα σε καθορισμένες σχέσεις, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, δηλαδή σε σχέσεις παραγωγής, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα στην ανάπτυξη των υλικών δυνάμεων της παραγωγής. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την υλική βάση, πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής των συνθηκών της υλικής ζωής καθορίζει τη γενική διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει την ύπαρξη των ανθρώπων, αλλά η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους. Σε ένα στάδιο της ανάπτυξης, οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις, ή, για να εκφράσουμε το ίδιο πράγμα με νομικούς όρους, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας, μέσα στο πλαίσιο των οποίων ως τότε είχαν κινηθεί. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Οι αλλαγές στην οικονομική βάση, οδηγούν συντομότερα ή αργότερα στο μετασχηματισμό όλου του τεράστιου εποικοδομήματος.
Όταν μελετάμε τέτοιους μετασχηματισμούς, πρέπει πάντα να διακρίνουμε ανάμεσα στον υλικό μετασχηματισμό των οικονομικών όρων της παραγωγής, που μπορεί να καθοριστεί με την ακρίβεια της φυσικής επιστήμης, και τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, κοντολογίς, τις ιδεολογικές μορφές, με τις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και τη διεξάγουν. Όπως δεν κρίνουμε ένα άτομο από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, έτσι δεν μπορούμε να κρίνουμε και μια εποχή μετασχηματισμού από τη συνείδησή της, αλλά, απεναντίας, αυτή η συνείδηση πρέπει να εξηγηθεί από τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, από τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις. Καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται ποτέ προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν αντικαθιστούν τις παλιές προτού οι υλικοί όροι για την ύπαρξή τους ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας.
Η ανθρωπότητα θέτει έτσι στον εαυτό της μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει, αφού η εγγύτερη εξέταση θα δείξει πάντα πως το ίδιο το πρόβλημα ανακύπτει μονάχα όταν υπάρχουν ήδη, ή τουλάχιστον βρίσκονται στη διαδικασία της διαμόρφωσής τους, οι υλικοί όροι για τη λύση του. Χονδρικά, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο νεότερος αστικός τρόπος της παραγωγής μπορεί να χαρακτηριστούν ως οι εποχές ορόσημα στην πρόοδο της οικονομικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Ο αστικός τρόπος παραγωγής είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια ενός ανταγωνισμού ατομικού, αλλά ανταγωνισμού που γεννιέται από τους κοινωνικούς όρους ζωής των ατόμων – οι παραγωγικές όμως δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στην αστική κοινωνία δημιουργούν επίσης τους υλικούς όρους για την επίλυση αυτού του ανταγωνισμού. Με αυτό τον κοινωνικό σχηματισμό κλείνει συνεπώς η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο Φρίντριχ Ένγκελς, με τον οποίο διατηρούσα μια διαρκή ανταλλαγή ιδεών μέσω αλληλογραφίας από την εποχή που είχε δημοσιεύσει στα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά το λαμπρό δοκίμιό του για την κριτική των οικονομικών κατηγοριών[5], έφτασε από έναν άλλο δρόμο (σύγκρινε το έργο του: Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία[6]) στο ίδιο με μένα συμπέρασμα. Και όταν την άνοιξη του 1845, ήρθε και αυτός να εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες, αποφασίσαμε να επεξεργαστούμε μαζί την αντίληψή μας σε αντίθεση με την ιδεολογική αντίληψη της γερμανικής φιλοσοφίας, στην πραγματικότητα, να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας με την παλιά μας φιλοσοφική συνείδηση. Η εργασία αυτή πήρε τη μορφή μιας κριτικής της μεταχεγκελιανής φιλοσοφίας[7]. Το χειρόγραφο, δυο χοντροί τόμοι σε 8ο σχήμα, το είχε από καιρό στα χέρια του ένας εκδότης της Βεστφαλίας, όταν πληροφορηθήκαμε πως οι αλλαγμένες περιστάσεις δεν επέτρεπαν την εκτύπωση. Εγκαταλείψαμε το χειρόγραφο στην τρωκτική κριτική των ποντικών εντελώς πρόθυμα, αφού είχαμε πετύχει τον κυριότερο σκοπό μας, να ξεκαθαρίσουμε τις δικές μας αντιλήψεις.
Από τα σκόρπια έργα στα οποία παρουσιάσαμε τότε τη μια ή την άλλη όψη των απόψεών μας στο κοινό, θα αναφέρω μόνο το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, γραμμένο από κοινού από τον Ένγκελς και εμένα, και μια Πραγματεία των Ελεύθερων Συναλλαγών, που δημοσίευσα ο ίδιος. Τα κύρια σημεία της αντίληψής μας σκιαγραφήθηκαν για πρώτη φορά με μια λόγια, αν και πολεμική μορφή στο έργο μου, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας[8]· αυτό το βιβλίο, που είχε ως στόχο τον Προυντόν, εμφανίστηκε το 1847. Η δημοσίευση ενός δοκιμίου για τη Μισθωτή Εργασία[9] γραμμένου στα γερμανικά στο οποίο συνδύασα τις διαλέξεις που είχα δώσει γι’ αυτό το θέμα στην Ένωση Γερμανών Εργατών στις Βρυξέλλες, διακόπηκε από την επανάσταση του Φεβρουαρίου και την αναγκαστική απομάκρυνσή μου από το Βέλγιο ως αποτέλεσμα.
Η έκδοση της Νέας Εφημερίδας του Ρήνου[10] στα 1848 και 1849 και τα κατοπινά γεγονότα διέκοψαν τις οικονομικές μου μελέτες, τις οποίες μπόρεσα να τις ξαναρχίσω μόνο το 1850, στο Λονδίνο. Το τεράστιο υλικό για την ιστορία της πολιτικής οικονομίας που είναι συγκεντρωμένο στο Βρετανικό Μουσείο, η τόσο ευνοϊκή θέση που παρέχει το Λονδίνο για την παρατήρηση της αστικής κοινωνίας, τέλος το νέο στάδιο της ανάπτυξης στο οποίο φαινόταν να έχει εισέλθει η αστική κοινωνία με την ανακάλυψη του χρυσού της Καλιφόρνιας και της Αυστραλίας, με ώθησαν να ξαναρχίσω από την αρχή και να επεξεργαστώ προσεκτικά το νέο υλικό. Οι μελέτες αυτές με οδήγησαν ως ένα βαθμό από μόνες τους σε εντελώς απομακρυσμένα αντικείμενα στα οποία χρειάστηκε να διαθέσω αρκετό καιρό. Μα τον καιρό που διέθετα τον περιόριζε ιδιαίτερα η επιτακτική ανάγκη να κερδίζω τα προς το ζην. Η συνεργασία μου, συνεχιζόμενη επί οχτώ χρόνια, με τη New York Tribune[11], την ηγετική αγγλοαμερικανική εφημερίδα, προκάλεσε αναγκαστικά έναν κατακερματισμό στις μελέτες μου, επειδή έγραφα μόνο σπάνια ανταποκρίσεις για εφημερίδες με την αυστηρή έννοια. Αφού ένα σημαντικό μέρος των συνεισφορών μου το αποτελούσαν άρθρα για τα σπουδαία οικονομικά γεγονότα της Βρετανίας και της Ηπειρωτικής Ευρώπης, αναγκάστηκα να εξοικειωθώ με πρακτικές λεπτομέρειες που, αυστηρά μιλώντας, βρίσκονται έξω από τον κύκλο της πολιτικής οικονομίας.
Η σκιαγραφία αυτή της πορείας που ακολούθησα στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας, προτίθεται μόνο να δείξει πως οι απόψεις μου, με οποιοδήποτε τρόπο κι αν κριθούν και οσοδήποτε λίγο αν συμφωνούν με τις ιδιοτελείς προκαταλήψεις των κυρίαρχων τάξεων, είναι καρπός μακροχρόνιας και ευσυνείδητης έρευνας. Στο κατώφλι της επιστήμης, όπως και στην είσοδο της κόλασης, μια υποχρέωση επιβάλλεται:
Εδώ πρέπει να εγκαταλείψεις κάθε δυσπιστία
Κάθε δειλία πρέπει να εξαφανιστεί[12]
Σημειώσεις
1. Η Εφημερίδα του Ρήνου εκδιδόταν στην Κολωνία μεταξύ Ιανουαρίου 1842 - Μαρτίου 1843, οπότε απαγορεύτηκε από την πρωσική λογοκρισία. Ο Μαρξ ανέλαβε διευθυντής της τον Οκτώβριο του 1842, ανεβάζοντας τους συνδρομητές από 885 σε πάνω από 3000. Η θέση της εφημερίδας ήταν μαχητικά αστικοδημοκρατική, συσπειρώνοντας τη ριζοσπαστική, αριστερή χεγκελιανή διανόηση της Γερμανίας.
2. Η Allgemeine Zeitung (Γενική Εφημερίδα), μια αντιδραστική γερμανική εφημερίδα, ιδρύθηκε στα 1798 και εκδιδόταν στα 1810-1882 στο Άουγκσμπουργκ.
3. Τα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά, μια ετήσια επιθεώρηση, εκδόθηκαν στα γερμανικά στο Παρίσι από τον Μαρξ και τον Άρνολντ Ρούγκε. Κυκλοφόρησε μόνο ένα διπλό τεύχος, τον Φεβρουάριο του 1844, με σημαντικά κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς, καθώς και των Χάινε, Χες, κ.ά.
4. Ο Φρανσουά Γκιζό ήταν Γάλλος ιστορικός και κρατικός παράγοντας. Οπαδός της συνταγματικής μοναρχίας και συντηρητικός, υπουργός εξωτερικών και πρωθυπουργός του Λουδοβίκου Φιλίππου στα 1840-48, αντιτάχθηκε στην επανάσταση του 1848.
5. Ο Μαρξ αναφέρεται στο έργο του Ένγκελς Umrisse zu einer Kritik der Nationalökonomie (Περιγράμματα μιας Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας), το οποίο δημοσιεύθηκε στα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά.
6. Το έργο του Ένγκελς Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, γραμμένο στα 1842-44 κατά την παραμονή του στο Μάντσεστερ, είναι μια μελέτη των άθλιων συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης στη βικτοριανή Αγγλία. Κυκλοφορημένο το 1844 στα γερμανικά με τίτλο Die Lage der Arbeitenden Klasse in England, παραμένει ένα από τα πιο γνωστά και σημαντικά έργα του Ένγκελς.
7. Αναφορά στο κοινό έργο του Μαρξ και του Ένγκελς Η Γερμανική Ιδεολογία. Γραμμένο τον Απρίλιο-Μάιο του 1846, το έργο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην ΕΣΣΔ, με επιμέλεια του Ντ. Ριαζάνοφ. Το βιβλίο, πέρα από τις αναλυτικές κριτικές στους Νέους Χεγκελιανούς, περιέχει σε αδρές γραμμές την υλιστική αντίληψη της ιστορίας που επεξεργάζονταν τότε από κοινού οι Μαρξ και Ένγκελς.
8. Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας του Μαρξ ήταν μια απάντηση στο βιβλίο του Προυντόν Το Σύστημα των Οικονομικών Αντιφάσεων ή η Φιλοσοφία της Αθλιότητας (1846). Κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1847, περιέχοντας την κριτική του Μαρξ τόσο στις οικονομικές όσο και στις φιλοσοφικές απόψεις του Προυντόν, βασικού τότε εκπροσώπου του μικροαστικού σοσιαλισμού.
9. Ο Μαρξ αναφέρεται στην μπροσούρα του Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο, γραμμένη το 1847 και δημοσιευμένη σε συνέχειες στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου το 1849. Με το έργο αυτό ο Μαρξ στράφηκε στην καθαυτό μελέτη της πολιτικής οικονομίας που θα τον οδηγούσε αργότερα στη συγγραφή του Κεφαλαίου.
10. Η Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, Όργανο της Δημοκρατίας, συνέχεια της Εφημερίδας του Ρήνου, εκδιδόταν στην Κολωνία από τον Μαρξ από τον Ιούνιο του 1848 ως το Μάιο του 1849. Η εφημερίδα, στην οποία ο Μαρξ συνεισέφερε περί τα 80 άρθρα, υπεράσπιζε μαχητικά την αστική δημοκρατική επανάσταση και κλείστηκε μετά την ήττα της από την πρωσική λογοκρισία, όταν ο Μαρξ απελάθηκε από τη Γερμανία.
11. Η New York Daily Tribune, αμερικάνικη φιλελεύθερη εφημερίδα, εκδιδόταν από το 1841 ως το 1924. Ο Μαρξ συνεισέφερε άρθρα στην εφημερίδα στα 1851-1862, αρκετά από τα οποία γράφονταν στην πραγματικότητα από τον Ένγκελς.
12. Στίχοι από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
2. Η Allgemeine Zeitung (Γενική Εφημερίδα), μια αντιδραστική γερμανική εφημερίδα, ιδρύθηκε στα 1798 και εκδιδόταν στα 1810-1882 στο Άουγκσμπουργκ.
3. Τα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά, μια ετήσια επιθεώρηση, εκδόθηκαν στα γερμανικά στο Παρίσι από τον Μαρξ και τον Άρνολντ Ρούγκε. Κυκλοφόρησε μόνο ένα διπλό τεύχος, τον Φεβρουάριο του 1844, με σημαντικά κείμενα των Μαρξ και Ένγκελς, καθώς και των Χάινε, Χες, κ.ά.
4. Ο Φρανσουά Γκιζό ήταν Γάλλος ιστορικός και κρατικός παράγοντας. Οπαδός της συνταγματικής μοναρχίας και συντηρητικός, υπουργός εξωτερικών και πρωθυπουργός του Λουδοβίκου Φιλίππου στα 1840-48, αντιτάχθηκε στην επανάσταση του 1848.
5. Ο Μαρξ αναφέρεται στο έργο του Ένγκελς Umrisse zu einer Kritik der Nationalökonomie (Περιγράμματα μιας Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας), το οποίο δημοσιεύθηκε στα Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά.
6. Το έργο του Ένγκελς Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, γραμμένο στα 1842-44 κατά την παραμονή του στο Μάντσεστερ, είναι μια μελέτη των άθλιων συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης στη βικτοριανή Αγγλία. Κυκλοφορημένο το 1844 στα γερμανικά με τίτλο Die Lage der Arbeitenden Klasse in England, παραμένει ένα από τα πιο γνωστά και σημαντικά έργα του Ένγκελς.
7. Αναφορά στο κοινό έργο του Μαρξ και του Ένγκελς Η Γερμανική Ιδεολογία. Γραμμένο τον Απρίλιο-Μάιο του 1846, το έργο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην ΕΣΣΔ, με επιμέλεια του Ντ. Ριαζάνοφ. Το βιβλίο, πέρα από τις αναλυτικές κριτικές στους Νέους Χεγκελιανούς, περιέχει σε αδρές γραμμές την υλιστική αντίληψη της ιστορίας που επεξεργάζονταν τότε από κοινού οι Μαρξ και Ένγκελς.
8. Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας του Μαρξ ήταν μια απάντηση στο βιβλίο του Προυντόν Το Σύστημα των Οικονομικών Αντιφάσεων ή η Φιλοσοφία της Αθλιότητας (1846). Κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1847, περιέχοντας την κριτική του Μαρξ τόσο στις οικονομικές όσο και στις φιλοσοφικές απόψεις του Προυντόν, βασικού τότε εκπροσώπου του μικροαστικού σοσιαλισμού.
9. Ο Μαρξ αναφέρεται στην μπροσούρα του Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο, γραμμένη το 1847 και δημοσιευμένη σε συνέχειες στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου το 1849. Με το έργο αυτό ο Μαρξ στράφηκε στην καθαυτό μελέτη της πολιτικής οικονομίας που θα τον οδηγούσε αργότερα στη συγγραφή του Κεφαλαίου.
10. Η Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, Όργανο της Δημοκρατίας, συνέχεια της Εφημερίδας του Ρήνου, εκδιδόταν στην Κολωνία από τον Μαρξ από τον Ιούνιο του 1848 ως το Μάιο του 1849. Η εφημερίδα, στην οποία ο Μαρξ συνεισέφερε περί τα 80 άρθρα, υπεράσπιζε μαχητικά την αστική δημοκρατική επανάσταση και κλείστηκε μετά την ήττα της από την πρωσική λογοκρισία, όταν ο Μαρξ απελάθηκε από τη Γερμανία.
11. Η New York Daily Tribune, αμερικάνικη φιλελεύθερη εφημερίδα, εκδιδόταν από το 1841 ως το 1924. Ο Μαρξ συνεισέφερε άρθρα στην εφημερίδα στα 1851-1862, αρκετά από τα οποία γράφονταν στην πραγματικότητα από τον Ένγκελς.
12. Στίχοι από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου