Μπορεί η κοινή γνώμη στην Ελλάδα, έτσι όπως παρουσιάζεται από τον (συχνά) παραμορφωτικό φακό των δελτίων ειδήσεων, να ασχολείται με τον απελευθερωμένο κροκόδειλο στην Κρήτη, με τα στοιχήματα πριν τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Βραζιλία ή με την προφυλάκιση του ναζιστή Κασιδιάρη, όμως η πραγματικότητα κάθε άλλο παρά ιδανική είναι για ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό πολιτών. Τα τελευταία στοιχεία αναφέρουν πως 470.000 νοικοκυριά δεν έχουν κανένα εισόδημα, 686.000 παιδιά ζουν στα όρια της φτώχειας ενώ τα επίσημα ποσοστά της ανεργίας διατηρούνται σταθερά πάνω απ’ το 26%, απ’ το Σεπτέβρη του 2012 (σήμερα βρίσκεται στο 27,3%). Και όσοι εργάζονται, βέβαια, δεν είναι σε καλύτερη μοίρα, καθώς ο μέσος μισθός μειώθηκε απ’ το 2008 μέχρι σήμερα σε ποσοστό 30 με 35% και ο κατώτατος μεικτός μηνιαίος μισθός από τα 751,39 ευρώ το 2012 σε 586,08 ευρώ.
Περισσότεροι από 1.200.000 εργαζόμενοι αμείβονται με καθυστέρηση από τρεις έως και 12 μήνες και ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων απασχολείται με πεντάμηνα προγράμματα ή voucher του ΟΑΕΔ, που καταργούν κάθε εργατική κατάκτηση, παρέχοντας στους επιχειρηματίες δωρεάν εργατικό δυναμικό. Την ίδια στιγμή, τα ληξιπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς το Δημόσιο φτάνουν το ποσό των 66,4 δις ευρώ και τα «κόκκινα δάνεια» αυτό των 77 δις, ποσά που είναι αδύνατο να αποπληρωθούν ποτέ. Φυσικά, η ζοφερή αυτή πραγματικότητα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και σχεδόν ολόκληρη τη γηραιά Ήπειρο, καθώς η κρίση μαραζώνει πλέον και τη Γαλλία, την Ιρλανδία και βυθίζει στην ανέχεια πολλά νοικοκυριά στη Βρετανία και την Ολλανδία.
Αν δίναμε τα στοιχεία αυτά σ ‘έναν άνθρωπο που μόλις επέστρεψε απ’ τον πλανήτη Άρη ζητώντας του να μαντέψει το κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα (που αναμφισβήτητα υποφέρει περισσότερο από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης), πιθανότατα θα υπέθετε είτε πως η κοινωνία βρίσκεται σε εξεγερσιακό αναβρασμό, είτε πως ένα στρατιωτικό καθεστώς έχει καταφέρει να καταστείλει κάθε επαναστατική προοπτική. Η πραγματικότητα, σίγουρα, θα τον απογοήτευε. Καθώς ο μπατίρης, ένας απ’ τους χιλιάδες ανθρώπους που αντιπροσωπεύονται στους παραπάνω αριθμούς, αντί να ριζοσπαστικοποιηθεί, στράφηκε προς τη συντήρηση. Αντί να κοινωνικοποιηθεί, απομονώθηκε. Αντί να σπάσει τα δεσμά του, πιάστηκε γερά απ’ τις αλυσίδες του, φοβούμενος μήπως τις απολέσει πέφτοντας στον γκρεμό. Ποιές είναι όμως οι συνθήκες μέσα στις οποίες λειτούργησε ο μπατίρης και πώς οδηγήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση;
Εξασθένιση της αριστεράς και επικράτηση του κομφορμισμού
Η ήττα και, εν συνεχεία, η υποχώρηση της ριζοσπαστικής μαρξιστικής Αριστεράς και των χειραφετησιακών κινημάτων (σαν αυτά της δεκαετίας του ’60) αποτελεί ίσως έναν από τους σοβαρότερους παράγοντες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του σημερινού κινηματικού νεκροταφείου. Η ενσωμάτωση, ή ακόμη και η εμπορευματοποίηση, στοιχείων των απελευθερωτικών ρευμάτων από την κυρίαρχη κουλτούρα, η αποκάλυψη του σοβιετικού εκτρώματος, η διαρκής υποχώρηση των ριζοσπαστικών ιδεών απέναντι στην πραγματικότητα που απαιτούσε άμεσα εφαρμόσιμες («ρεαλιστικές») λύσεις, άφησαν ελάχιστα περιθώρια για ελπίδα στις τάξεις των αναξιοπαθούντων, ώστε να αγωνιστούν και να διεκδικήσουν μέσα από τις διάφορες οργανώσεις της θρυμματισμένης Αριστεράς. Μιας Αριστεράς, η οποία έμεινε προσκολλημένη στα αναλυτικά εργαλεία του παρελθόντος, αδυνατώντας όχι απλά να διαγνώσει την ενδοκαπιταλιστική κρίση, αλλά και να την εκμεταλλευτεί πολιτικά ώστε να αντιπροτείνει κάποιο δικό της όραμα ή σχέδιο.
Το ξέσπασμα της κρίσης είχε ως αποτέλεσμα το δραματικό πολλαπλασιασμό των νεόπτωχων, μιας μεγάλης κοινωνικής ομάδας που κάνει τα πρώτα της βήματα στο περιθώριο, δίχως κοινά σημεία αναφοράς ή ταξική αυτοσυνειδησία[1]. Με το αίσθημα του ανήκειν αποδυναμωμένο, ο ανομοιογενής αυτός πληθυσμός στρέφεται προς τον ατομικισμό και ασχολείται με την ιδιωτική του σφαίρα, αδυνατώντας να εντοπίσει τους δεσμούς της αμοιβαίας εξάρτησης και της αλληλεπίδρασης με το σύνολο. Έτσι, ο νεόπτωχος νιώθει ανήμπορος και αβοήθητος σε μια κοινωνία-ζούγκλα που κάθε μέρα φθείρεται και καταρρέει ολοένα και περισσότερο. Μέσα σ’ όλα αυτά, είτε αφήνεται στην απο-πολιτικοποίηση (για την οποία έχει ήδη φροντίσει το εκπαιδευτικό σύστημα και το κυρίαρχο lifestyle που αναπαράγεται μέσα από διάφορα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα του τύπου «όλα είναι σχετικά») είτε υιοθετεί ένα ψέμα που θα λειτουργεί ως παυσίπονο στις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις του/της. Ποιό μπορεί να είναι αυτό;
Το ψέμα δεν έχει μία απόχρωση ή έναν εκφραστή. Έχει όμως, συνήθως, κοινά χαρακτηριστικά: το λαϊκισμό, τη συνωμοσιολογία, τη λογική της ανάθεσης, την πίστη σε μεταφυσικού χαρακτήρα έννοιες (όπως το έθνος, οι πρόγονοι, οι νόμοι της ιστορίας, οι νόμοι της φύσης, η θρησκεία) ή το φόβο. Έτσι, στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό αναδύονται από τη μία οι δυνάμεις της άκρας δεξιάς και των λαϊκών υπερσυντηρητικών (όπως λ.χ η Χρυσή Αυγή ή τα λαϊκίστικα σχήματα της Λεπέν και του Φαράτζ) που εκμεταλλεύονται την ανασφάλεια του μέσου νεόπτωχου επενδύοντας στο αντι-μεταναστευτικό μίσος, καθώς και το πολιτισμικό κενό που αφήνει πίσω της η κατάρρευση παραδοσιακών φιλελεύθερων ιδεολογιών (όπως η πολυπολιτισμικότητα). Από την άλλη, έχουμε λαϊκίστικα πολυσυλλεκτικά σχήματα όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ή τα πιο αριστερίστικα (Κεϋνσιανικής φύσης)Podemos, Sinn Fein και ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Στην διασπορά των διαφόρων μύθων, βέβαια, συμβάλλουν και τα Μέσα Ενημέρωσης, ως εκφραστές του κυρίαρχου λόγου και διαμορφωτές της κοινής γνώμης, που επεμβαίνουν καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση του μέσου νεόπτωχου. Οι συνεχείς επικλήσεις στη «σταθερότητα», την «κοινή λογική» και την «ασφάλεια» από τις περισσότερες (φιλο)ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις (τη στιγμή που οδηγούν με τις επιλογές τους στη γενικότερη αστάθεια, στην κυριαρχία του παραλόγου και τον κοινωνικό κανιβαλισμό) έχουν ως στόχο τη συμμόρφωση του πολίτη-ψηφοφόρου-καταναλωτή-τηλεθεατή, στη συμπόρευση του με τις «υπεύθυνες δυνάμεις» απέναντι στις σειρήνες της κοινωνικής αναταραχής. Παράλληλα, ασκείται διαρκώς η ψυχολογική βία της αυτο-ενοχής: όσοι δεν καταφέρνουν να επιτύχουν στα πλαίσια του ενδοκαπιταλιστικού «υγιούς» ανταγωνισμού είναι αυτοί που δεν εργάστηκαν αρκετά σκληρά, αυτοί που στην τελική δεν άξιζαν να πετύχουν. Ως εκ τούτου, ο νεόπτωχος είτε θ’ αυτομαστιγωθεί θεωρώντας πως είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την ίδια του τη μοίρα, σ’ έναν κόσμο που είναι «φύσει σκληρός για τους αδύναμους», είτε θα αναζητήσει αποδιοπομπαίους τράγους για τα προβλήματα του στα πρόσωπα των μεταναστών, των «τεμπέληδων» ή των… Ιλλουμινάτι. Έτσι, μετατρέπεται σ’ ένα μέσο συντηρητικό – ή καλύτερα αντιδραστικό – ανθρωπάκο, που αντί να εναντιώνεται στους καταπιεστές του/της, αναζητά νέους αφέντες (όντας ο ίδιος/α δούλος), των οποίων τα επιχειρήματα, την ιδεολογία και τα παραμύθια αναπαράγει με πάθος.
Απευθυνόμενοι προς το συντηρητικό
Τα ερεθίσματα που δέχεται ο μπατίρης της ιστορίας μας, όμως, δεν προέρχονται από μία μόνο κατεύθυνση. Μπορεί, πράγματι, το Κράτος, οι επιχειρήσεις και τα ΜΜΕ να κατέχουν την ηγεμονία, κι άλλες φωνές όμως φτάνουν στ’ αυτιά των περισσότερων πολιτών, ανεξαρτήτως του αν αυτές αποτελούν, ή όχι, αντικείμενο προσοχής από την κοινωνική πλειοψηφία. Αφίσες, τρικάκια, πανό, πορείες, κινηματικά ραδιόφωνα και εφημερίδες, πολιτικές εκδηλώσεις και ανοιχτές συζητήσεις, ιστότοποι αντιπληροφόρησης, επιδιώκουν τη διάχυση του λόγου που εναντιώνεται σε αυτό των κυρίαρχων και προτάσσει διαφορετικές αξίες, σχέσεις, συμπεριφορές, στόχους και μεθόδους. Ο λόγος των υπό ανάπτυξη αντισυστημικών κινημάτων «από τα κάτω» σήμερα, ειδικότερα στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες (κυρίως του Νότου), εκφράζεται κυρίως από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, που συντίθεται από διάφορες πολιτικές ομάδες οι οποίες αρνούνται την αντιπροσώπευση, την ανάθεση της επίλυσης των προβλημάτων σε τρίτους, τη διαμεσολάβηση και την ιεραρχική δόμηση. Ο συντηρητικός μπατίρης, όμως, αυτός ο οποίος, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, εσωτερικεύει και αναπαράγει τους μύθους των αφεντικών του, στεκόμενος ως άμισθος υπερασπιστής τους (υπάρχουν και οι έμμισθοι βέβαια: ο, κατά το ΣτΕ, «σκληρός πυρήνας του Κράτους»), αρνείται επίμονα κάθε προσπάθεια προσέγγισής του. Γι’ αυτόν, ο ειρηνικός διαδηλωτής «κλείνει το δρόμο», ο συγκρουσιακός «καταστρέφει την περιουσία του κοσμάκη», ο απεργός «εμποδίζει την ομαλή λειτουργία του εργοστασίου» και ο αφισοκολλητής «γεμίζει την πόλη με σκουπίδια». Γιατί όμως δίνει την «εύκολη» απάντηση, αυτή που σερβίρεται στο πιάτο από τις κιτρινισμένες φυλλάδες και τα δελτία των οκτώ;
Προφανώς, επειδή έχει εθιστεί στις εύκολες απαντήσεις και στην ακρισία, αδυνατώντας να κατανοήσει την πραγματικότητα σε βάθος. Αρχικά, ήταν η απλή αποστήθιση των κειμένων, που εξασφάλιζε καλούς βαθμούς στο σχολείο. Έπειτα, η μελέτη των «sos», οι φωτοτυπημένες σημειώσεις, τα σκονάκια σε σμίκρυνση που εξασφάλισαν το πολυπόθητο πτυχίο. Στη συνέχεια, η μηχανιστική εργασία που δεν προϋποθέτει ιδιαίτερες πρωτοβουλίες, αποξενώνει τον εργάτη απ’ το προϊόν του μόχθου του, όμως προσφέρει τα απαραίτητα για την επιβίωση. Μέσα σ’όλα αυτά, οι εφήμερες σχέσεις, οι οποίες δεν προϋποθέτουν ιδιαίτερες δεσμεύσεις και ευθύνες απέναντι στο έτερο πρόσωπο, το σερβιρισμένο φαγητό, είτε σε πακέτο από φαστφουντάδικο, είτε κατεψυγμένο απ’ το πολυκατάστημα, ακόμη κι ο αγοραίος έρωτας, αποστειρωμένος από αληθινό πάθος και συμπυκνωμένος σε λίγες σειρές σφηνάκια. Ο συντηρητικός μπατίρης αρνείται να εμπλακεί σε διαδικασίες που απαιτούν την ενεργό συμμετοχή του, όχι επειδή δεν μπορεί, αλλά επειδή έχει μάθει να φοβάται να δοκιμάσει και δεν επιθυμεί ν’ αποξενωθεί απ’ τον κατεστημένο τρόπο ζωής που έχει επιλέξει να ακολουθεί, αναμένοντας παθητικά την επαλήθευση των ανόητων προφητειών περί «εξόδου από την κρίση» και επιστροφής στην υπερκαταναλωτική αφθονία.
Μία λαθεμένη ερώτηση,είναι η εξής: αξίζει να θυσιάσουμε την ποιότητα του λόγου και της δράσης μας ώστε ν’ αποκτήσουμε μαζικότητα; Λαθεμένη, διότι α) αναγνωρίζει και αξιολογεί ως ποιοτικό το σύγχρονο αντισυστημικό λόγο και πράξη, δίχως να εξηγεί ποιά αποτελέσματα μας οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα και β) υποτιμά a priori τη μάζα στην οποία απευθύνεται, ομολογώντας μάλιστα και την υποκριτική -ψηφοθηρικού τύπου- μέθοδο που θα μπορούσε να ακολουθηθεί. Μια λαθεμένη, επίσης, αντίδραση είναι η επένδυση στη λογική του μηδενισμού, και η ανάδυση του αντικοινωνικού μίσους, η απολίτικη και στην ουσία επίσης συντηρητική (και αυτοκαταστροφική) στροφή εναντίον της ίδιας της κοινωνίας, και όχι των θεσμών που τη διέπουν. Πώς μπορεί, λοιπόν, να επιδιωχθεί η γνωστική σύγκρουση, η αμφισβήτηση δηλαδή του προϋπάρχοντος συνόλου ιδεών και η κριτική του σύγκριση με τις ριζοσπαστικές ιδέες και προτάγματα; Οι ιδέες ούτε φυτεύονται, ούτε επιβάλλονται, μεταδίδονται και υιοθετούνται αυτοβούλως. Και ποιά είναι η ορθότερη μέθοδος διάδοσης, αν όχι η προπαγάνδιση δια του παραδείγματος, ο αυτοδιαχειριστικός πειραματισμός[2], που στοχεύει στην ανάπτυξη αντιθεσμών και στη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στο θεσμοθετημένο και το θεσμοθετόν, υπερ των θεσμοθετουσών δυνάμεων. Όλα τα κείμενα, οι ζωγραφιές, τα συνθήματα, τα stencil, οι συγκρούσεις σώμα με σώμα, που αποτελούν την παρακαταθήκη του ανταγωνιστικού κινήματος, εμπνέουν, μορφοποιούνται και ζωντανεύουν κάθε φορά που οργανώνεται ένας κύκλος αυτομόρφωσης, κάθε φορά που απελευθερώνεται απ’ το Κράτος και την Ιδιοκτησία ένας χώρος, κάθε φορά που απαλλοτριώνεται απ’ τους φτωχούς ένα σουπερμάρκετ.
Αντί επιλόγου
Αν κανείς θεωρεί πως οι συντηρητικοί πολίτες αυτού του κόσμου θα πρέπει να εξοντωθούν ή να σταλούν σε τροχιά στο διάστημα, τότε τ’ όνειρο του, είν΄ ο χειρότερος μας εφιάλτης. Η ιστορία βρίθει μαζικών εκκαθαρίσεων, στρατοπέδων συγκέντρωσης αντιφρονούντων, κρεματορίων και εμφυλίων. Η αποδυνάμωση της ιδεολογικής ηγεμονίας του συντηρητισμού απαιτεί, παράλληλα με την κατανόηση του και την παρακολούθηση της εξέλιξης του, τη δημιουργία του δεύτερου πόλου, αυτού που θα συγκεντρώσει τις κοινωνικές δυνάμεις που εκτός του ότι πλήττονται απ’ τη νεοφιλελεύθερη επέλαση, έχουν, ή αποκτούν σταδιακά, και τη διάθεση να αντισταθούν σ’ αυτή, από κάθε μέτωπο.
[1] Η έννοια κοινωνική τάξη δεν αφορά μονάχα ένα σύνολο ανθρώπων με κοινά (οικονομικά) συμφέροντα αλλά επί της ουσίας πρόκειται για ομάδες ανθρώπων με συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις (που ταυτόχρονα διαμορφώνουν, αυτό που είχε πει κάποτε ο Μαρξ, την λεγόμενη ταξική συνείδηση). Στην εποχή του ατομικισμού όπου κάθε τέτοια σχέση έχει αντικατασταθεί από τον καταναλωτισμό και την απάθεια, από την ιδιώτευση και την μαλθακότητα, η παραδοσιακή ταξική διαστρωμάτωση δίνει τη θέση της σε ένα γενικό μέσο όρο ο οποίος αντικατοπτρίζει όλη αυτή την αποσύνθεση που χαρακτηρίζει το μεταμοντέρνο κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής κοινωνίας όπου το φαντασιακό του Δυτικού καταναλωτισμού και της απάθειας κατάφερε να διαβρώσει σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, και αυτό το βλέπουμε κυρίως μέσα από την επικράτηση του κιτς (Ολυμπιακοί Αγώνες, Euro 2004, Eurovision κτλ).
[2] «Ο αυτοδιαχειριστικός πειραματισμός δεν έχει έννοια παρά μόνο σαν πραγματική κατάκτηση της βάσης, προϋποθέτει έτσι μια γνήσια αυτονομία»(βλ. Πιερ Ροζανβαλόν, “Αυτοδιαχείριση: το μέλλον του σοσιαλισμού”).
Βλ. επίσης: Η πολιτική απάθεια ως σύμπτωμα (του Μίλτου)
Συνδιαμόρφωση κειμένου από Michael Theodosiadis και Efor
Αν δίναμε τα στοιχεία αυτά σ ‘έναν άνθρωπο που μόλις επέστρεψε απ’ τον πλανήτη Άρη ζητώντας του να μαντέψει το κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα (που αναμφισβήτητα υποφέρει περισσότερο από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης), πιθανότατα θα υπέθετε είτε πως η κοινωνία βρίσκεται σε εξεγερσιακό αναβρασμό, είτε πως ένα στρατιωτικό καθεστώς έχει καταφέρει να καταστείλει κάθε επαναστατική προοπτική. Η πραγματικότητα, σίγουρα, θα τον απογοήτευε. Καθώς ο μπατίρης, ένας απ’ τους χιλιάδες ανθρώπους που αντιπροσωπεύονται στους παραπάνω αριθμούς, αντί να ριζοσπαστικοποιηθεί, στράφηκε προς τη συντήρηση. Αντί να κοινωνικοποιηθεί, απομονώθηκε. Αντί να σπάσει τα δεσμά του, πιάστηκε γερά απ’ τις αλυσίδες του, φοβούμενος μήπως τις απολέσει πέφτοντας στον γκρεμό. Ποιές είναι όμως οι συνθήκες μέσα στις οποίες λειτούργησε ο μπατίρης και πώς οδηγήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση;
Εξασθένιση της αριστεράς και επικράτηση του κομφορμισμού
Η ήττα και, εν συνεχεία, η υποχώρηση της ριζοσπαστικής μαρξιστικής Αριστεράς και των χειραφετησιακών κινημάτων (σαν αυτά της δεκαετίας του ’60) αποτελεί ίσως έναν από τους σοβαρότερους παράγοντες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του σημερινού κινηματικού νεκροταφείου. Η ενσωμάτωση, ή ακόμη και η εμπορευματοποίηση, στοιχείων των απελευθερωτικών ρευμάτων από την κυρίαρχη κουλτούρα, η αποκάλυψη του σοβιετικού εκτρώματος, η διαρκής υποχώρηση των ριζοσπαστικών ιδεών απέναντι στην πραγματικότητα που απαιτούσε άμεσα εφαρμόσιμες («ρεαλιστικές») λύσεις, άφησαν ελάχιστα περιθώρια για ελπίδα στις τάξεις των αναξιοπαθούντων, ώστε να αγωνιστούν και να διεκδικήσουν μέσα από τις διάφορες οργανώσεις της θρυμματισμένης Αριστεράς. Μιας Αριστεράς, η οποία έμεινε προσκολλημένη στα αναλυτικά εργαλεία του παρελθόντος, αδυνατώντας όχι απλά να διαγνώσει την ενδοκαπιταλιστική κρίση, αλλά και να την εκμεταλλευτεί πολιτικά ώστε να αντιπροτείνει κάποιο δικό της όραμα ή σχέδιο.
Το ξέσπασμα της κρίσης είχε ως αποτέλεσμα το δραματικό πολλαπλασιασμό των νεόπτωχων, μιας μεγάλης κοινωνικής ομάδας που κάνει τα πρώτα της βήματα στο περιθώριο, δίχως κοινά σημεία αναφοράς ή ταξική αυτοσυνειδησία[1]. Με το αίσθημα του ανήκειν αποδυναμωμένο, ο ανομοιογενής αυτός πληθυσμός στρέφεται προς τον ατομικισμό και ασχολείται με την ιδιωτική του σφαίρα, αδυνατώντας να εντοπίσει τους δεσμούς της αμοιβαίας εξάρτησης και της αλληλεπίδρασης με το σύνολο. Έτσι, ο νεόπτωχος νιώθει ανήμπορος και αβοήθητος σε μια κοινωνία-ζούγκλα που κάθε μέρα φθείρεται και καταρρέει ολοένα και περισσότερο. Μέσα σ’ όλα αυτά, είτε αφήνεται στην απο-πολιτικοποίηση (για την οποία έχει ήδη φροντίσει το εκπαιδευτικό σύστημα και το κυρίαρχο lifestyle που αναπαράγεται μέσα από διάφορα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα του τύπου «όλα είναι σχετικά») είτε υιοθετεί ένα ψέμα που θα λειτουργεί ως παυσίπονο στις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις του/της. Ποιό μπορεί να είναι αυτό;
Το ψέμα δεν έχει μία απόχρωση ή έναν εκφραστή. Έχει όμως, συνήθως, κοινά χαρακτηριστικά: το λαϊκισμό, τη συνωμοσιολογία, τη λογική της ανάθεσης, την πίστη σε μεταφυσικού χαρακτήρα έννοιες (όπως το έθνος, οι πρόγονοι, οι νόμοι της ιστορίας, οι νόμοι της φύσης, η θρησκεία) ή το φόβο. Έτσι, στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό αναδύονται από τη μία οι δυνάμεις της άκρας δεξιάς και των λαϊκών υπερσυντηρητικών (όπως λ.χ η Χρυσή Αυγή ή τα λαϊκίστικα σχήματα της Λεπέν και του Φαράτζ) που εκμεταλλεύονται την ανασφάλεια του μέσου νεόπτωχου επενδύοντας στο αντι-μεταναστευτικό μίσος, καθώς και το πολιτισμικό κενό που αφήνει πίσω της η κατάρρευση παραδοσιακών φιλελεύθερων ιδεολογιών (όπως η πολυπολιτισμικότητα). Από την άλλη, έχουμε λαϊκίστικα πολυσυλλεκτικά σχήματα όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ή τα πιο αριστερίστικα (Κεϋνσιανικής φύσης)Podemos, Sinn Fein και ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Στην διασπορά των διαφόρων μύθων, βέβαια, συμβάλλουν και τα Μέσα Ενημέρωσης, ως εκφραστές του κυρίαρχου λόγου και διαμορφωτές της κοινής γνώμης, που επεμβαίνουν καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση του μέσου νεόπτωχου. Οι συνεχείς επικλήσεις στη «σταθερότητα», την «κοινή λογική» και την «ασφάλεια» από τις περισσότερες (φιλο)ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις (τη στιγμή που οδηγούν με τις επιλογές τους στη γενικότερη αστάθεια, στην κυριαρχία του παραλόγου και τον κοινωνικό κανιβαλισμό) έχουν ως στόχο τη συμμόρφωση του πολίτη-ψηφοφόρου-καταναλωτή-τηλεθεατή, στη συμπόρευση του με τις «υπεύθυνες δυνάμεις» απέναντι στις σειρήνες της κοινωνικής αναταραχής. Παράλληλα, ασκείται διαρκώς η ψυχολογική βία της αυτο-ενοχής: όσοι δεν καταφέρνουν να επιτύχουν στα πλαίσια του ενδοκαπιταλιστικού «υγιούς» ανταγωνισμού είναι αυτοί που δεν εργάστηκαν αρκετά σκληρά, αυτοί που στην τελική δεν άξιζαν να πετύχουν. Ως εκ τούτου, ο νεόπτωχος είτε θ’ αυτομαστιγωθεί θεωρώντας πως είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την ίδια του τη μοίρα, σ’ έναν κόσμο που είναι «φύσει σκληρός για τους αδύναμους», είτε θα αναζητήσει αποδιοπομπαίους τράγους για τα προβλήματα του στα πρόσωπα των μεταναστών, των «τεμπέληδων» ή των… Ιλλουμινάτι. Έτσι, μετατρέπεται σ’ ένα μέσο συντηρητικό – ή καλύτερα αντιδραστικό – ανθρωπάκο, που αντί να εναντιώνεται στους καταπιεστές του/της, αναζητά νέους αφέντες (όντας ο ίδιος/α δούλος), των οποίων τα επιχειρήματα, την ιδεολογία και τα παραμύθια αναπαράγει με πάθος.
Απευθυνόμενοι προς το συντηρητικό
Τα ερεθίσματα που δέχεται ο μπατίρης της ιστορίας μας, όμως, δεν προέρχονται από μία μόνο κατεύθυνση. Μπορεί, πράγματι, το Κράτος, οι επιχειρήσεις και τα ΜΜΕ να κατέχουν την ηγεμονία, κι άλλες φωνές όμως φτάνουν στ’ αυτιά των περισσότερων πολιτών, ανεξαρτήτως του αν αυτές αποτελούν, ή όχι, αντικείμενο προσοχής από την κοινωνική πλειοψηφία. Αφίσες, τρικάκια, πανό, πορείες, κινηματικά ραδιόφωνα και εφημερίδες, πολιτικές εκδηλώσεις και ανοιχτές συζητήσεις, ιστότοποι αντιπληροφόρησης, επιδιώκουν τη διάχυση του λόγου που εναντιώνεται σε αυτό των κυρίαρχων και προτάσσει διαφορετικές αξίες, σχέσεις, συμπεριφορές, στόχους και μεθόδους. Ο λόγος των υπό ανάπτυξη αντισυστημικών κινημάτων «από τα κάτω» σήμερα, ειδικότερα στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες (κυρίως του Νότου), εκφράζεται κυρίως από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, που συντίθεται από διάφορες πολιτικές ομάδες οι οποίες αρνούνται την αντιπροσώπευση, την ανάθεση της επίλυσης των προβλημάτων σε τρίτους, τη διαμεσολάβηση και την ιεραρχική δόμηση. Ο συντηρητικός μπατίρης, όμως, αυτός ο οποίος, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, εσωτερικεύει και αναπαράγει τους μύθους των αφεντικών του, στεκόμενος ως άμισθος υπερασπιστής τους (υπάρχουν και οι έμμισθοι βέβαια: ο, κατά το ΣτΕ, «σκληρός πυρήνας του Κράτους»), αρνείται επίμονα κάθε προσπάθεια προσέγγισής του. Γι’ αυτόν, ο ειρηνικός διαδηλωτής «κλείνει το δρόμο», ο συγκρουσιακός «καταστρέφει την περιουσία του κοσμάκη», ο απεργός «εμποδίζει την ομαλή λειτουργία του εργοστασίου» και ο αφισοκολλητής «γεμίζει την πόλη με σκουπίδια». Γιατί όμως δίνει την «εύκολη» απάντηση, αυτή που σερβίρεται στο πιάτο από τις κιτρινισμένες φυλλάδες και τα δελτία των οκτώ;
Προφανώς, επειδή έχει εθιστεί στις εύκολες απαντήσεις και στην ακρισία, αδυνατώντας να κατανοήσει την πραγματικότητα σε βάθος. Αρχικά, ήταν η απλή αποστήθιση των κειμένων, που εξασφάλιζε καλούς βαθμούς στο σχολείο. Έπειτα, η μελέτη των «sos», οι φωτοτυπημένες σημειώσεις, τα σκονάκια σε σμίκρυνση που εξασφάλισαν το πολυπόθητο πτυχίο. Στη συνέχεια, η μηχανιστική εργασία που δεν προϋποθέτει ιδιαίτερες πρωτοβουλίες, αποξενώνει τον εργάτη απ’ το προϊόν του μόχθου του, όμως προσφέρει τα απαραίτητα για την επιβίωση. Μέσα σ’όλα αυτά, οι εφήμερες σχέσεις, οι οποίες δεν προϋποθέτουν ιδιαίτερες δεσμεύσεις και ευθύνες απέναντι στο έτερο πρόσωπο, το σερβιρισμένο φαγητό, είτε σε πακέτο από φαστφουντάδικο, είτε κατεψυγμένο απ’ το πολυκατάστημα, ακόμη κι ο αγοραίος έρωτας, αποστειρωμένος από αληθινό πάθος και συμπυκνωμένος σε λίγες σειρές σφηνάκια. Ο συντηρητικός μπατίρης αρνείται να εμπλακεί σε διαδικασίες που απαιτούν την ενεργό συμμετοχή του, όχι επειδή δεν μπορεί, αλλά επειδή έχει μάθει να φοβάται να δοκιμάσει και δεν επιθυμεί ν’ αποξενωθεί απ’ τον κατεστημένο τρόπο ζωής που έχει επιλέξει να ακολουθεί, αναμένοντας παθητικά την επαλήθευση των ανόητων προφητειών περί «εξόδου από την κρίση» και επιστροφής στην υπερκαταναλωτική αφθονία.
Μία λαθεμένη ερώτηση,είναι η εξής: αξίζει να θυσιάσουμε την ποιότητα του λόγου και της δράσης μας ώστε ν’ αποκτήσουμε μαζικότητα; Λαθεμένη, διότι α) αναγνωρίζει και αξιολογεί ως ποιοτικό το σύγχρονο αντισυστημικό λόγο και πράξη, δίχως να εξηγεί ποιά αποτελέσματα μας οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα και β) υποτιμά a priori τη μάζα στην οποία απευθύνεται, ομολογώντας μάλιστα και την υποκριτική -ψηφοθηρικού τύπου- μέθοδο που θα μπορούσε να ακολουθηθεί. Μια λαθεμένη, επίσης, αντίδραση είναι η επένδυση στη λογική του μηδενισμού, και η ανάδυση του αντικοινωνικού μίσους, η απολίτικη και στην ουσία επίσης συντηρητική (και αυτοκαταστροφική) στροφή εναντίον της ίδιας της κοινωνίας, και όχι των θεσμών που τη διέπουν. Πώς μπορεί, λοιπόν, να επιδιωχθεί η γνωστική σύγκρουση, η αμφισβήτηση δηλαδή του προϋπάρχοντος συνόλου ιδεών και η κριτική του σύγκριση με τις ριζοσπαστικές ιδέες και προτάγματα; Οι ιδέες ούτε φυτεύονται, ούτε επιβάλλονται, μεταδίδονται και υιοθετούνται αυτοβούλως. Και ποιά είναι η ορθότερη μέθοδος διάδοσης, αν όχι η προπαγάνδιση δια του παραδείγματος, ο αυτοδιαχειριστικός πειραματισμός[2], που στοχεύει στην ανάπτυξη αντιθεσμών και στη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στο θεσμοθετημένο και το θεσμοθετόν, υπερ των θεσμοθετουσών δυνάμεων. Όλα τα κείμενα, οι ζωγραφιές, τα συνθήματα, τα stencil, οι συγκρούσεις σώμα με σώμα, που αποτελούν την παρακαταθήκη του ανταγωνιστικού κινήματος, εμπνέουν, μορφοποιούνται και ζωντανεύουν κάθε φορά που οργανώνεται ένας κύκλος αυτομόρφωσης, κάθε φορά που απελευθερώνεται απ’ το Κράτος και την Ιδιοκτησία ένας χώρος, κάθε φορά που απαλλοτριώνεται απ’ τους φτωχούς ένα σουπερμάρκετ.
Αντί επιλόγου
Αν κανείς θεωρεί πως οι συντηρητικοί πολίτες αυτού του κόσμου θα πρέπει να εξοντωθούν ή να σταλούν σε τροχιά στο διάστημα, τότε τ’ όνειρο του, είν΄ ο χειρότερος μας εφιάλτης. Η ιστορία βρίθει μαζικών εκκαθαρίσεων, στρατοπέδων συγκέντρωσης αντιφρονούντων, κρεματορίων και εμφυλίων. Η αποδυνάμωση της ιδεολογικής ηγεμονίας του συντηρητισμού απαιτεί, παράλληλα με την κατανόηση του και την παρακολούθηση της εξέλιξης του, τη δημιουργία του δεύτερου πόλου, αυτού που θα συγκεντρώσει τις κοινωνικές δυνάμεις που εκτός του ότι πλήττονται απ’ τη νεοφιλελεύθερη επέλαση, έχουν, ή αποκτούν σταδιακά, και τη διάθεση να αντισταθούν σ’ αυτή, από κάθε μέτωπο.
[1] Η έννοια κοινωνική τάξη δεν αφορά μονάχα ένα σύνολο ανθρώπων με κοινά (οικονομικά) συμφέροντα αλλά επί της ουσίας πρόκειται για ομάδες ανθρώπων με συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις (που ταυτόχρονα διαμορφώνουν, αυτό που είχε πει κάποτε ο Μαρξ, την λεγόμενη ταξική συνείδηση). Στην εποχή του ατομικισμού όπου κάθε τέτοια σχέση έχει αντικατασταθεί από τον καταναλωτισμό και την απάθεια, από την ιδιώτευση και την μαλθακότητα, η παραδοσιακή ταξική διαστρωμάτωση δίνει τη θέση της σε ένα γενικό μέσο όρο ο οποίος αντικατοπτρίζει όλη αυτή την αποσύνθεση που χαρακτηρίζει το μεταμοντέρνο κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής κοινωνίας όπου το φαντασιακό του Δυτικού καταναλωτισμού και της απάθειας κατάφερε να διαβρώσει σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, και αυτό το βλέπουμε κυρίως μέσα από την επικράτηση του κιτς (Ολυμπιακοί Αγώνες, Euro 2004, Eurovision κτλ).
[2] «Ο αυτοδιαχειριστικός πειραματισμός δεν έχει έννοια παρά μόνο σαν πραγματική κατάκτηση της βάσης, προϋποθέτει έτσι μια γνήσια αυτονομία»(βλ. Πιερ Ροζανβαλόν, “Αυτοδιαχείριση: το μέλλον του σοσιαλισμού”).
Βλ. επίσης: Η πολιτική απάθεια ως σύμπτωμα (του Μίλτου)
Συνδιαμόρφωση κειμένου από Michael Theodosiadis και Efor
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου